ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Ο σύμμαχος της καλής υγείας
Ο σύμμαχος της καλής υγείας
Βιοχημική και μοριακή προσέγγιση.
Το σώμα μας είναι μια μηχανή εσωτερικής καύσης που καίει άνθρακα (τροφή) παρουσία του οξυγόνου. Για να συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε μια πληθώρα ουσιών. Διαφορετικές αλυσίδες χημικών αντιδράσεων οδηγούν βήμα προς βήμα στην παραγωγή ενέργειας και στην εύρυθμη κυτταρική λειτουργία.
Το σύγχρονο περιβάλλον, η απομάκρυνση από το φυσικό τρόπο ζωής, οι ελλείψεις θρεπτικών συστατικών και το τοξικό φορτίο συμβάλλουν στη διατάραξη της βιοχημικής ισορροπίας και στην εμφάνιση των ασθενειών.
Σήμερα μπορούμε να μετρήσουμε και να αξιολογήσουμε τη μεταβολική και βιοχημική κατάσταση του ανθρώπινου σώματος μέσω αναλύσεων: ορμονικών, βιοχημικών και μεταβολομικών. Η Μεταβολομική είναι η επιστήμη που μετρά τα προϊόντα των χημικών αντιδράσεων (μεταβολίτες) που πραγματοποιούνται σε έναν ζωντανό οργανισμό.
«Η Μεταβολοµική είναι η επιστήµη που µετρά τα προϊόντα των χηµικών αντιδράσεων που συµβαίνουν στον οργανισµό, ώστε να αξιολογήσει τη βιοχηµική ισορροπία και την κατάσταση της υγείας µας.»
Μέσα από αυτές τις αναλύσεις και ιδίως μέσω της μεταβολομικής ανάλυσης, μπορούμε να κατανοήσουμε το πλήρες πλαίσιο της βιοχημικής κατάστασης του ανθρώπινου σώματος. Αυτή η μέθοδος ανάλυσης είναι πλέον η πιο αξιόπιστη για τον καθορισμό της κατάσταση της υγείας ενός ατόμου. Το ατομικό μεταβολομικό προφίλ μάς επιτρέπει να επέμβουμε μέσα από την εφαρμογή της Διατροφικής Ιατρικής, στη διαμόρφωση μιας εξατομικευμένης θεραπείας με στόχο την αποκατάσταση της βιοχημικής ισορροπίας. Χάρη στις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το «Μυστικό της Ιατρικής» βαδίζοντας σε ένα σαφέστατα καθορισμένο μονοπάτι, επιτρέποντας στη φύση να ολοκληρώσει το θεραπευτικό της έργο. Μπορούμε να χορηγήσουμε τα ακριβή συστατικά (θρεπτικές ουσίες) που χρησιμεύουν ώστε ο οργανισμός μας να βρει ξανά την ισορροπία του σε μια κατάσταση καλής υγείας. Αυτό πραγματοποιείται με τη χορήγηση θεραπευτικής διατροφής και συμπληρώματα βιταμινών.
Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η τροφή μας είναι 10 φορές χειρότερη σε σχέση με μόλις πενήντα χρόνια πριν. Πλέον έχει καταστεί απολύτως αναγκαία η πρόσληψη συμπληρωμάτων διατροφής σε συνδυασμό με μια σωστή διατροφή για την κάλυψη των ελλείψεων σε θρεπτικά συστατικά σε σχέση με τις ιδανικές ποσότητες. Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες που αφορούν τη δημόσια υγεία, πρέπει να λαμβάνουμε καθημερινά ένα πολυβιταμινούχο συμπλήρωμα και βιταμίνη D, όπως περιγράφεται από την πυραμίδα τροφίμων της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σταθερά οι επιστημονικές δημοσιεύσεις και οι πληροφορίες σχετικά με τα οφέλη για την υγεία που μπορούν να προκύψουν από τη λήψη βιταμινών και συμπληρωμάτων (η βιταμίνη D, βιταμίνη Κ, CoQ10, αντιοξειδωτικά,πολυβιταμίνες).
Παρόλα αυτά, εξακολουθούν να αιωρούνται στον αέρα ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια των συμπληρωμάτων.
Αν πάρω πολλές βιταμίνες, θα κάνω κακό στο συκώτι ή στα νεφρά μου;
Υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης αλλεργιών;
Θα πρέπει να σταματάω τη λήψη βιταμινών κάποιες συγκεκριμένες περιόδους;
Το σώμα μου μπορεί να συνηθίσει τις βιταμίνες;
«Οι βιταµίνες και τα µεταλλικά στοιχεία όχι µόνο δεν είναι τοξικές ουσίες, αλλά είναι ουσίες απαραίτητες για να βοηθήσουν το σώµα µας να αποβάλει το τοξικό φορτίο.”
Όσον αφορά το φορτίο στο ήπαρ και τα νεφρά,η ανησυχία πηγάζει από το γεγονός ότι στο μυαλό μας έχουμε ταυτίσει τις βιταμίνες με τα φάρμακα.Τα τελευταία, όντως επιβαρύνουν συχνά το συκώτι και τα νεφρά, επειδή αυτά τα ξενοβιοτικά πρέπει να εξαλειφθούν από το σώμα. Η έννοια των ξενοβιοτικών αναφέρεται σε χημικές ενώσεις που δεν ανήκουν στο ανθρώπινο σώμα και συνεπώς, είναι ξένες προς τη ζωή.Αυτές μπορεί να είναι είτε υδατοδιαλυτές είτε λιποδιαλυτές ενώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι διαλύονται σε νερό ή λίπος, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα χρώματα (νερομπογιές και λαδομπογιές).
Ενώ οι υδατοδιαλυτές ενώσεις αποβάλλονται από τα νεφρά άμεσα χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, οι λιποδιαλυτές ενώσεις πρέπει να μετατραπούν σε υδατοδιαλυτές και μόνο τότε απορρίπτονται. Αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα κυρίως στο ήπαρ και πραγματοποιείται από μια ομάδα 500 ενζύμων. Για να επιτευχθεί αυτή ημετατροπή απαιτείται μεγάλη ποσότητα βιταμινών και μετάλλων. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε ότι οι βιταμίνες και τα μεταλλικά στοιχεία όχι μόνο δεν αποτελούν βάρος για το συκώτι και τα νεφρά, αλλά,αντιθέτως,είναι απολύτως απαραίτητα ώστε και τα δύο αυτά όργανα να μπορούν να διαχειριστούν και να αποβάλλουν το τοξικό φορτίο που επιβαρύνει το ανθρώπινο σώμα.
«Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς µε τη λήψη φαρµάκων, ενώ άλλοι φοβούνται τις παρενέργειες των βιταµινών. Η αλήθεια είναι ότι θάνατοι που οφείλονται σε βιταµίνες δεν έχουν αναφερθεί, ενώ οι ετήσιοι θάνατοι που οφείλονται στα φάρµακα είναι πολλοί.»
Υπάρχουν βέβαια και οι λιποδιαλυτές βιταμίνες (Α,D,Ε) που, αν και είναι πολύ απίθανο,μπορούν να συσσωρευτούν στον οργανισμό και γι΄ αυτό το λόγο η χορήγησή τους, εάν λαμβάνονται σε υψηλές θεραπευτικές δόσεις, θα πρέπει να γίνεται κάτω από ιατρική παρακολούθηση και με παράλληλες μετρήσεις των δεικτών που υποδεικνύουν εάν οι ποσότητές τους είναι πλέον επαρκείς ή ακόμη ανεπαρκείς. Όσον αφορά τη βιταμίνη Κ, αν και είναι λιποδιαλυτή, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί μια τοξική δόση. Η τοξικότητα της βιταμίνης D είναι εξαιρετικά απίθανη, γιατί θα πρέπει να λαμβάνουμε πάνω από 50.000UI ώστε να παρατηρήσουμε τα πρώτα σημάδια τοξικότητας μετά από αρκετούς μήνες, πράγμα που είναι και για πρακτικούς λόγους πολύδύσκολο να συμβεί. Το ίδιο ισχύει και για τη βιταμίνη Ε. Η βιταμίνη Α περιορίζεται σε λιγότερο από 10.000 IU ανά ημέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και φαίνεται ότι, πέραν ενός συγκεκριμένου ορίου, μειώνει την αποτελεσματικότητα της βιταμίνης D. Αυτός είναι ο λόγος που οι μεγαλύτερες εταιρείες που παράγουν βιταμινούχα συμπληρώματα, έχουν αφαιρέσει ή έχουν μειώσει κατά πολύ την ποσότητα βιταμίνης Α που περιέχεται στις πολυβιταμίνες τους.
Διαβήτης
Ο διαβήτης προσβάλλει σήμερα 1 στους 11 Ευρωπαίους. Περίπου 75 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από αυτήν την ασθένεια στην Ευρώπη, ενώ ένας στους τέσσερις ενήλικες βρίσκεται σε προδιαβητική κατάσταση. Ο διαβήτης είναι η πιο κοινή μεταβολική ασθένεια και πρόσφατα έφτασε σε τόσο υψηλά ποσοστά. Η συχνότητα εμφάνισης ορισμένων τύπων διαβήτη έχει αυξηθεί πάνω από 700% τα τελευταία 50 χρόνια! Σύμφωνα με τον ενδοκρινολόγο Ron Rosedale, ερευνητή σε διαταραχές που σχετίζονται με το διαβήτη, η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί αναπόφευκτα στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν οφείλεται κατά βάση σε γενετικά αίτια (γονίδια),γιατί το φαινόμενο εμφανίστηκε μέσα στην ίδια γενιά.
2. Ότι το πρόβλημα σχετίζεται με την ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής και διατροφής που παρατηρήθηκαν σε αυτά τα 50 χρόνια.
Το βασικό μόριο που τα κύτταρά μας χρησιμοποιούν για την παραγωγή ενέργειας, είναι η γλυκόζη. Κάθε τροφή, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκει (λίπη, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες), αφού μετατραπεί σε γλυκόζη, καίγεται για να απελευθερώσειενέργεια.
Στο σώμα μας, πραγματοποιείται συνεχής παραγωγή και μεταφορά της γλυκόζης. Μάλιστα το σώμα μας εργάζεται σκληρά για να διατηρεί σταθερά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και να καθιστά την ενέργεια διαθέσιμη σε όλα τα κύτταρα. Τα επίπεδα του σακχάρου που επιτρέπουν μια βέλτιστη λειτουργία είναι μεταξύ 75 και 110 mg/dl. Αυτό σημαίνει ότι σε 4 λίτρα αίματος που κυκλοφορεί στο σώμα μας σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, περιέχεται λιγότερο από ένα κουταλάκι του γλυκού ζάχαρης.
Οι ορμόνες είναι ισχυρές ουσίες που μεταφέρονται μέσω του αίματος και ρυθμίζουν τη λειτουργία των διαφόρων οργάνων και συστημάτων του οργανισμού μας. Οι δύο κύριες ορμόνες στη διαχείριση των ενεργειακών αποθεμάτων στο ανθρώπινο σώμα, είναι η ινσουλίνη και η λεπτίνη. Ενώ είναι ευρέως γνωστός ο ρόλος της ινσουλίνης στη ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα, δεν είναι γνωστές οι λοιπές λειτουργίες που αναπτύσσει η ορμόνη αυτή στο σώμα και ιδίως σε συνεργασία με τη λεπτίνη. Η λεπτίνη ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα (1994) και, σε συνδυασμό με την ινσουλίνη, είναι ο κύριος ενορχηστρωτής του ενδοκρινικού συστήματος. Η λεπτίνη παράγεται από το λιπώδη ιστό. Αυτό καθιστά το σωματικό λίπος το μεγαλύτερο ενδοκρινή αδένα στο ανθρώπινο σώμα. Υπό κανονικές συνθήκες, η λεπτίνη ειδοποιεί τον εγκέφαλο ότι έχουμε λάβει αρκετή τροφή, έτσι ώστε να σταματήσουμε να τρώμε. Για να καταλάβουμε το ρόλο της λεπτίνης και της ινσουλίνης, θα πρέπει να δούμε ποιο βασικό σκοπό εξυπηρετούν.Το σώμα μας για εκατομμύρια χρόνια εξελίχθηκε σε ένα περιβάλλον όπου η τροφή ήταν σπάνια.
Σε ένα περιβάλλον σπανιότητας τροφής και έντονης σωματικής δραστηριότητας, τα αποθέματα ενέργειας είναι ο κύριος ρυθμιστής για τη λειτουργία του οργανισμού σε πολλαπλά επίπεδα. Για παράδειγμα, αν το σώμα μας δεν έχει επαρκή αποθέματα ενέργειας, δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση και το μεγάλωμα των παιδιών. Σε μια τέτοια περίπτωση, το σώμα εμποδίζει την αναπαραγωγή μέσω των σχετικών ορμονών, μέχρι την αποκατάσταση αυτών των αποθεμάτων.Για παράδειγμα,όταν τα αποθέματα ενέργειας (λίπος) είναι πολύ χαμηλά όπως σε αδύνατες γυναίκες (χορεύτριες, αθλήτριες) ή πολύ υψηλά (παχυσαρκία), παρατηρούνται προβλήματα γονιμότητας.
Ομοίως, στη συνέχεια, σε συνάρτηση με τα αποθέματα ενέργειας, το σώμα ρυθμίζει τη λειτουργία των υπόλοιπων αδένων και ορμονών: θυρεοειδής, τεστοστερόνη, οιστρογόνα, αδρεναλίνη, κορτιζόλη και άλλα. Σε ένα περιβάλλον όπου η τροφή σπανίζει, το πρόβλημα είναι η διατήρηση σταθερών επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Η γλυκόζη του αίματος θα είχε πτωτική τάση τον περισσότερο καιρό. Γι΄αυτό το λόγο, όλες οι ορμόνες, εκτός από την ινσουλίνη, αυξάνουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Για να συνοψίσουμελοιπόν: υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είχαμε επίπεδα κοντά στα χαμηλότερα φυσιολογικά όρια (75mg/dl),που συνοδεύονται από χαμηλές τιμές ινσουλίνης, ενώ το υπόλοιπο ορμονικό σύστημα θα προσπαθούσε να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Σήμερα ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου η τροφή είναι άφθονη και η σωματική δραστηριότητα ελάχιστη. Η μεγάλη ποσότητα των θερμίδων που προσλαμβάνονται τείνει να αυξάνει σταθερά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Το σώμα μας, στις προσπάθειές του να διατηρήσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα εντός των επιθυμητών ορίων, εκκρίνει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης και λεπτίνης.
Όσο υψηλότερη είναι η ταχύτητα με την οποία απορροφάται η τροφή,τόσο μεγαλύτερη είναι η ταχύτητα με την οποία αυξάνονται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη έκκρισης ινσουλίνης και λεπτίνης. Όσο πιο επεξεργασμένη είναι μια τροφή, τόσο πιο γρήγορα απορροφάται και τόσο περισσότερο επιδεινώνεται αυτή η ορμονική ανισορροπία.
Το σώμα μας συνηθίζει σε σταθερά υψηλά επίπεδα αυτών των ορμονών και δεν ανταποκρίνεται πλέον με τον ίδιο τρόπο. Οι αυξανόμενες ποσότητες ινσουλίνης και λεπτίνης οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη ανάγκη αυτών των ορμονών.Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «αντίσταση» στην ινσουλίνη και τη λεπτίνη. Τελικά,το πάγκρεας δυσκολεύεται να παράγει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης και ο εγκέφαλος δεν ανταποκρίνεται πλέον στα σήματα της λεπτίνης. Ως αποτέλεσμα,το σάκχαρο στο αίμα αρχίζει να αυξάνεται, ενώ ο εγκέφαλός μας δεν αντιλαμβάνεται τα μηνύματα σχετικά με τα αποθέματα ενέργειας και κορεσμού και αυτό μας ωθεί να τρώμε όλο και περισσότερο. Η κατάσταση αυτή οδηγεί στην ανισορροπία ολόκληρου του ορμονικού συστήματος.
Η μονομερής επικέντρωση στη μείωση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, δεν λύνει κανένα από αυτά τα προβλήματα, ενώ η υγεία συνεχίζει να επιδεινώνεται σταθερά. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι περισσότερες από τις βλάβες δεν προκαλούνται από τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, αλλά από τα υψηλά επίπεδα λεπτίνης και ινσουλίνης που παρατηρούνται πολλά χρόνια πριν το σάκχαρο υπερβεί τα 126 mg/dl, χαρακτηρίζοντας ένα άτομο ως διαβητικό. Τη στιγμή της διάγνωσης του διαβήτη, στο 50% των ασθενών έχουν ήδη εντοπιστεί βλάβες στις στεφανιαίες αρτηρίες (τα αγγεία της καρδιάς). Πρόκειται για μια ζημία που προκαλείται όχι τόσο από το σάκχαρο όσο από τα υψηλά επίπεδα της ινσουλίνης που υφίστανται πολλά χρόνια πριν από την εμφάνιση του διαβήτη.Ένα άτομο μπορεί να βρίσκεται σε προδιαβητική κατάσταση ή κατάσταση μεταβολικού συνδρόμου (αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης, αυξημένα επίπεδα λιπιδίων και υπερβολικό βάρος) για πολλά χρόνια πριν εμφανιστεί ο διαβήτης.
Η αξιολόγηση των επιπέδων της ινσουλίνης και της λεπτίνης, σε συνδυασμό με τη μέτρηση μεταβολικών δεικτών στα ούρα και στο αίμα, μπορούν να μας δώσουν μια πλήρη εικόνα της υγείας του σώματος σε κάθε δεδομένη στιγμή.
«Χάρη στη µεταβολοµική µπορούµε να καλύψουµε τις ελλείψεις που οδήγησαν στο διαβήτη.»
Κάθε χημική αντίδραση στο σώμα μας καταλήγει στην παραγωγή μιας ουσίας που ονομάζεται μεταβολίτης. Μέσω της Μεταβολομικής, μετρώντας τα παράγωγα (μεταβολίτες) των αντιδράσεων αυτών, είμαστε σε θέση να αξιολογούμε τις ελλείψεις σε βιταμίνες, μέταλλα ή άλλα μικροθρεπτικά συστατικά με υψηλή ακρίβεια.
Η κάλυψη των ελλείψεων αυτών μπορεί να αποκαταστήσει την κατάσταση της υγείας του οργανισμού μας και να μειώσει σημαντικά την ανάγκη για φαρμακευτική υποστήριξη ή την απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης για τη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα. Υπάρχουν συχνές περιπτώσεις όπου η έκκριση ινσουλίνης, αν και δεν είναι επαρκής από άποψη αντίστασης, μπορεί να αρκεί αν αποκατασταθεί η ευαισθησία και η λειτουργικότητά της. Ο διαβήτης δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα που σχετίζεται με το σάκχαρο, αλλά κρύβει μια εκτεταμένη μεταβολική διαταραχή. Η συνολική βελτίωση του μεταβολικού προφίλ με: τη σωστή διατροφή την εφαρμογή κατάλληλης φυσικής δραστηριότητας τη λήψη ειδικών συμπληρωμάτων μπορεί να επαναφέρει το σώμα μας όσο το δυνατόν πιο κοντά στη φυσιολογική του κατάσταση και λειτουργία.