ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΙΣ ΛΙΓΟΥΡΕΣ ΣΟΥ;
Πολλοί από εμάς πιστεύουμε ότι οι λιγούρες, είναι ένας τρόπος για να μας δείξει το σώμα μας ότι χρειαζόμαστε ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό. Η έρευνα όμως μας δείχνει ότι αυτή η υπόθεση είναι απίθανο να είναι αληθινή – με μία πιθανή εξαίρεση.
Όταν πεινάμε, μπορούμε να χορτάσουμε με οποιοδήποτε φαγητό, όταν όμως μας πιάνει λιγούρα για ένα συγκεκριμένο τρόφιμο, δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε, αν δεν καταναλώσουμε το συγκεκριμένο τρόφιμο.
Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τι σημαίνει λιγούρα. Συνήθως, όταν μας πιάσει, θέλουμε να φάμε κάτι με υψηλό θερμιδικό περιεχόμενο, και αυτός είναι ο λόγος που οι λιγούρες συνδέονται με πρόσληψη βάρους και αυξημένο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Όμως, η ιστορία που λέμε στον εαυτό μας για τις λιγούρες μας και από που προέρχονται δείχνει το πόσο εύκολα ενδίδουμε τελικά σε αυτές.
Είναι ευρέως διαδεδομένο ότι οι λιγούρες είναι το σημάδι του οργανισμού μας ότι χρειαζόμαστε ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό – και στις εγκύους, οι λιγούρες δείχνουν τι χρειάζεται το μωρό. Όμως τελικά αυτό είναι αλήθεια;;;
Οι περισσότερες έρευνες για τις λιγούρες, αντιθέτως, έχουν δείξει ότι υπάρχουν πολλές πιθανές αιτίες για τις λιγούρες – και είναι κυρίως ψυχολογικές.
Η κοινωνία που ζούμε μας επηρεάζει
Στις αρχές του 1900, ο Ρώσος επιστήμονας Ivan Pavlov συνειδητοποίησε ότι οι σκύλοι περίμεναν την τροφή ως απόκριση σε ορισμένα ερεθίσματα που σχετίζονται με τον χρόνο σίτισης. Σε μια σειρά από γνωστά πειράματα, ο Pavlov εκπαίδευσε τα σκυλιά ώστε να συσχετίσουν τον ήχο ενός κουδουνιού με την ώρα για φαγητό, με αποτέλεσμα κάθε φορά που άκουγαν το κουδούνι να τους τρέχουν τα σάλια.
Η λαχτάρα για φαγητό μπορεί σε μεγάλο βαθμό να εξηγηθεί σαν απόκριση σε αυτή την αναμονή του φαγητού.
Αν, για παράδειγμα, τρώτε πάντα ποπ κορν όταν παρακολουθείτε την αγαπημένη σας τηλεοπτική εκπομπή, η λαχτάρα σας για ποπ κορν θα αυξάνεται κάθε φορά που παρακολουθείτε αυτή την εκπομπή.
Η λιγούρα για σοκολάτα είναι μια από τις πιο κοινές λιγούρες για φαγητό στη Δύση – κάτι που υποστηρίζει το επιχείρημα ότι οι λιγούρες δεν πηγάζουν από διατροφικές ελλείψεις, καθώς η σοκολάτα δεν περιέχει υψηλά επίπεδα από οτιδήποτε θα μπορούσαμε να έχουμε έλλειψη.
Υποστηρίζεται ότι η σοκολάτα αποτελεί μια τόσο συνηθισμένη λιγούρα επειδή έχει υψηλές ποσότητες φαινυλαιθυλαμίνης, ένα μόριο που ενεργοποιεί τον εγκέφαλο να απελευθερώσει χημικές ουσίες που μας δημιουργούν ευφορία, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη. Όμως, πολλά άλλα τρόφιμα που δεν λαχταρούμε τόσο συχνά, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών προϊόντων, περιέχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις αυτού του μορίου. Επίσης, όταν τρώμε σοκολάτα, ένα ένζυμο διασπά τη φαινυλαιθυλαμίνη, με αποτέλεσμα να μην εισέρχεται στον εγκέφαλο σε σημαντικές ποσότητες.
Η λιγούρα για σοκολάτα, είναι επίσης δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ότι στους άνδρες, και είναι το τρόφιμο που ζητούν περισσότερο από οποιοδήποτε οι γυναίκες πριν και κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως. Όμως, ενώ η απώλεια αίματος μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ορισμένων διατροφικών ελλείψεων, όπως ο σίδηρος, οι επιστήμονες λένε ότι η σοκολάτα δεν θα επαναφέρει τα επίπεδα σιδήρου τόσο γρήγορα όσο το κόκκινο κρέας ή τα σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι, εάν υπήρχε κάποια άμεση ορμονική επίδραση που προκαλούσε βιολογική ανάγκη για σοκολάτα κατά τη διάρκεια ή πριν από την έμμηνο ρύση, αυτή η λαχτάρα θα ανακουφιζόταν μετά την εμμηνόπαυση. Αλλά μια μελέτη βρήκε μόνο μια μικρή μείωση στη λιγούρα για σοκολάτα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Είναι πολύ πιο πιθανό η συσχέτιση μεταξύ του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου και της λαχτάρας για σοκολάτα να είναι πολιτισμική, λόγω της επικράτησης της στη δυτική κοινωνία. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που δεν έχουν γεννηθεί στη Δύση, είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να συνδέσουν τη λαχτάρα για σοκολάτα με τον έμμηνο κύκλο και είχαν λιγότερες λιγούρες για σοκολάτα, σε σύγκριση με εκείνες που γεννήθηκαν στη Δύση και με μετανάστες δεύτερης γενιάς.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες μπορεί να συνδέουν τη σοκολάτα με την έμμηνο ρύση, επειδή κατά τη διάρκεια και πριν από την περίοδό τους είναι η μόνη φορά που αισθάνονται ότι είναι κοινωνικά αποδεκτό να τρώνε τροφές «ταμπού». Αυτό συμβαίνει επειδή η δυτική κουλτούρα έχει σαν πρότυπο ομορφιάς ένα αδύνατο γυναικείο σώμα, και έτσι δημιουργείται η αντίληψη ότι πρέπει οι γυναίκες να έχουν μια καλή δικαιολογία για να φάνε σοκολάτα.
Ωστόσο, αν άνθρωποι που προσπαθούν να χάσουν βάρος μειώνοντας την κατανάλωση φαγητού, υποκύψουν σε μια λιγούρα και καταναλώσουν το τρόφιμο αυτό, νιώθουν ότι χάλασαν την προσπάθειά τους και αισθάνονται άσχημα με τον εαυτό τους.
Γνωρίζουμε από διάφορες μελέτες και κλινικές παρατηρήσεις ότι η αρνητική διάθεση μπορεί να προκαλέσει περισσότερη κατανάλωση φαγητού και, για κάποιους, να οδηγήσει σε συναισθηματική υπερφαγία. Αυτό το μοτίβο έχει ελάχιστη σχέση με τη βιολογική ανάγκη για φαγητό ή τη φυσιολογική πείνα. Αντίθετα, είναι οι κανόνες και οι απαγορεύσεις που θέτουμε σχετικά με το φαγητό και τις συνέπειες της παράβασής τους, που το προκαλούν.
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι, ενώ η λαχτάρα για σοκολάτα είναι διαδεδομένη στη Δύση, δεν είναι καθόλου κοινή σε πολλές ανατολικές χώρες. Υπάρχουν επίσης διαφορές στον τρόπο επικοινωνίας και κατανόησης των παρορμήσεων από χώρα σε χώρα. Μόνο τα δύο τρίτα των γλωσσών έχουν μια λέξη για τη λιγούρα, και στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η λέξη σχετίζεται μόνο με ναρκωτικά και όχι με φαγητό.
«Όταν μπορείς να διατυπώσεις ότι υπάρχει μια λαχτάρα, μπορείς να την αναγνωρίσεις και να την ορίσεις, που σημαίνει ότι μπορείς να τη βιώσεις».
Το μικροβίωμά μας μας χειραγωγεί
Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τα τρισεκατομμύρια βακτήρια στο έντερό μας μπορούν να μας χειραγωγήσουν ώστε να λαχταρούμε και να τρώμε ό,τι χρειάζονται – κάτι που δεν είναι πάντα αυτό που χρειάζεται το σώμα μας.
Μπορούν να στείλουν σήματα από το έντερο στον εγκέφαλο μέσω του πνευμονογαστρικού μας νεύρου και να μας κάνουν να νιώθουμε δυσάρεστα εάν δεν τρώμε αρκετά από ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό ή να μας κάνουν να νιώθουμε καλά όταν τρώμε ό,τι θέλουν, απελευθερώνοντας νευροδιαβιβαστές όπως π.χ. ντοπαμίνη και σεροτονίνη. Μπορούν επίσης να αλλάξουν τους γευστικούς υποδοχείς μας, ώστε να καταναλώνουμε περισσότερο κάτι για να έχουμε την ίδια γεύση γλυκύτητας, για παράδειγμα.
Ωστόσο, αυτά τα μικρόβια δεν μας δίνουν πάντα σήμα να τρώμε πράγματα που είναι υγιεινά για εμάς. Εξάλλου, ορισμένα βακτήρια προκαλούν ασθένειες και θάνατο.
Έτσι, αν ακολουθήσουμε μια υγιεινή διατροφή με πολλούς σύνθετους υδατάνθρακες και φυτικές ίνες, θα καλλιεργήσουμε ένα πιο διαφοροποιημένο μικροβίωμα. Αυτό πιθανώς σημαίνει ότι μια υγιεινή διατροφή, η οποία οδηγεί σε ένα υγιές μικροβίωμα, σημαίνει ότι θα λαχταράμε και υγιεινό φαγητό.
Πως να κόψουμε τη λιγούρα
Δεδομένου ότι το περιβάλλον μας είναι γεμάτο από πειρασμούς που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιθυμίες μας, όπως η διαφήμιση και οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το να τις ξεπεράσουμε δεν είναι τόσο απλό.
Όπου κι αν πάμε, βλέπουμε διαφημίσεις για τρόφιμα με πολλή πρόσθετη ζάχαρη και είναι εύκολο να έχουμε πρόσβαση σε αυτά τα τρόφιμα. Αυτός ο συνεχής βομβαρδισμός της διαφήμισης επηρεάζει τον εγκέφαλο – και η μυρωδιά αυτών των τροφών κάνει τον εγκέφαλο να θέλει να τα φάει.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρεαλιστικός τρόπος να μειωθούν τα ερεθίσματα και οι πειρασμοί στην κοινωνία όπου ζούμε, πρέπει να βρούμε τρόπους να ξεπεράσουμε τις λιγούρες μέσα από γνωστικές στρατηγικές.
Μια σειρά από μελέτες έχουν βρει ότι οι τεχνικές ενσυνειδητότητας, όπως η επίγνωση της λιγούρας και η μη ενοχοποίηση αυτής της επιθυμίας, μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της λιγούρας συνολικά.
Έρευνες διαπίστωσαν ότι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να περιορίσουμε την επιθυμία είναι να κόψουμε την τροφή που λαχταράμε από τη διατροφή μας – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το επιχείρημα ότι λαχταρούμε αυτό που χρειαζόμαστε.
Σε μια μελέτη, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια δοκιμή δύο ετών σε 300 άτομα που κατανάλωναν τέσσερις δίαιτες με διαφορετικά επίπεδα λίπους, πρωτεϊνών και υδατανθράκων και μέτρησαν την επιθυμία τους και την πρόσληψη τροφής. Όλες οι ομάδες έχασαν βάρος, αλλά όταν έτρωγαν λιγότερο από ένα συγκεκριμένο φαγητό το λαχταρούσαν και λιγότερο.
Οι ερευνητές λένε ότι τα ευρήματά τους δείχνουν ότι, προκειμένου να μειωθεί η λαχτάρα, οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε το φαγητό που λαχταρούν λιγότερο συχνά – πιθανώς επειδή οι αναμνήσεις μας που σχετίζονται με αυτό το φαγητό εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου.
Είναι σίγουρο ότι χρειάζεται να γίνει περισσότερη έρευνα για να κατανοήσουμε την λιγούρα, το πως αναπτύσσεται και τους τρόπους που μπορούμε να ξεπεράσουμε την επιθυμίας μας για ανθυγιεινά τρόφιμα. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί μηχανισμοί που υποδηλώνουν ότι όσο πιο υγιεινή είναι η διατροφή μας, τόσο πιο υγιεινή είναι και η επιθυμία μας.