ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΙΣ ΛΙΓΟΥΡΕΣ ΣΟΥ;

Πολλοί από εμάς πιστεύουμε ότι οι λιγούρες, είναι ένας τρόπος για να μας δείξει το σώμα μας ότι χρειαζόμαστε ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό. Η έρευνα όμως μας δείχνει ότι αυτή η υπόθεση είναι απίθανο να είναι αληθινή –  με μία πιθανή εξαίρεση.

Όταν πεινάμε, μπορούμε να χορτάσουμε με οποιοδήποτε φαγητό, όταν όμως μας πιάνει λιγούρα για ένα συγκεκριμένο τρόφιμο, δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε, αν δεν καταναλώσουμε το συγκεκριμένο τρόφιμο.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τι σημαίνει λιγούρα. Συνήθως, όταν μας πιάσει, θέλουμε να φάμε κάτι με υψηλό θερμιδικό περιεχόμενο, και αυτός είναι ο λόγος που οι λιγούρες συνδέονται με πρόσληψη βάρους και αυξημένο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Όμως, η ιστορία που λέμε στον εαυτό μας για τις λιγούρες μας και από που προέρχονται δείχνει το πόσο εύκολα ενδίδουμε τελικά σε αυτές.

Είναι ευρέως διαδεδομένο ότι οι λιγούρες είναι το σημάδι του οργανισμού μας ότι χρειαζόμαστε ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό – και στις εγκύους, οι λιγούρες δείχνουν τι χρειάζεται το μωρό. Όμως τελικά αυτό είναι αλήθεια;;;

Οι περισσότερες έρευνες για τις λιγούρες, αντιθέτως, έχουν δείξει ότι υπάρχουν πολλές πιθανές αιτίες για τις λιγούρες – και είναι κυρίως ψυχολογικές.

Η κοινωνία που ζούμε μας επηρεάζει

Στις αρχές του 1900, ο Ρώσος επιστήμονας Ivan Pavlov συνειδητοποίησε ότι οι σκύλοι περίμεναν την τροφή ως απόκριση σε ορισμένα ερεθίσματα που σχετίζονται με τον χρόνο σίτισης. Σε μια σειρά από γνωστά πειράματα, ο Pavlov εκπαίδευσε τα σκυλιά ώστε να συσχετίσουν τον ήχο ενός κουδουνιού με την ώρα για φαγητό, με αποτέλεσμα κάθε φορά που άκουγαν το κουδούνι να τους τρέχουν τα σάλια.

Η λαχτάρα για φαγητό μπορεί σε μεγάλο βαθμό να εξηγηθεί σαν απόκριση σε αυτή την αναμονή του φαγητού.

Αν, για παράδειγμα, τρώτε πάντα ποπ κορν όταν παρακολουθείτε την αγαπημένη σας τηλεοπτική εκπομπή, η λαχτάρα σας για ποπ κορν θα αυξάνεται κάθε φορά που παρακολουθείτε αυτή την εκπομπή.

Η λιγούρα για σοκολάτα είναι μια από τις πιο κοινές λιγούρες για φαγητό στη Δύση – κάτι που υποστηρίζει το επιχείρημα ότι οι λιγούρες δεν πηγάζουν από διατροφικές ελλείψεις, καθώς η σοκολάτα δεν περιέχει υψηλά επίπεδα από οτιδήποτε θα μπορούσαμε να έχουμε έλλειψη.

Υποστηρίζεται ότι η σοκολάτα αποτελεί μια τόσο συνηθισμένη λιγούρα επειδή έχει υψηλές ποσότητες φαινυλαιθυλαμίνης, ένα μόριο πουλιγούρες ενεργοποιεί τον εγκέφαλο να απελευθερώσει χημικές ουσίες που μας δημιουργούν ευφορία, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη. Όμως, πολλά άλλα τρόφιμα που δεν λαχταρούμε τόσο συχνά, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών προϊόντων, περιέχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις αυτού του μορίου. Επίσης, όταν τρώμε σοκολάτα, ένα ένζυμο διασπά τη φαινυλαιθυλαμίνη, με αποτέλεσμα να μην εισέρχεται στον εγκέφαλο σε σημαντικές ποσότητες.

Η λιγούρα για σοκολάτα, είναι επίσης δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ότι στους άνδρες, και είναι το τρόφιμο που ζητούν περισσότερο από οποιοδήποτε οι γυναίκες πριν και κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως. Όμως, ενώ η απώλεια αίματος μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ορισμένων διατροφικών ελλείψεων, όπως ο σίδηρος, οι επιστήμονες λένε ότι η σοκολάτα δεν θα επαναφέρει τα επίπεδα σιδήρου τόσο γρήγορα όσο το κόκκινο κρέας ή τα σκούρα πράσινα φυλλώδη λαχανικά.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι, εάν υπήρχε κάποια άμεση ορμονική επίδραση που προκαλούσε βιολογική ανάγκη για σοκολάτα κατά τη διάρκεια ή πριν από την έμμηνο ρύση, αυτή η λαχτάρα θα ανακουφιζόταν μετά την εμμηνόπαυση. Αλλά μια μελέτη βρήκε μόνο μια μικρή μείωση στη λιγούρα για σοκολάτα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Είναι πολύ πιο πιθανό η συσχέτιση μεταξύ του προεμμηνορροϊκού συνδρόμου και της λαχτάρας για σοκολάτα να είναι πολιτισμική, λόγω της επικράτησης της στη δυτική κοινωνία. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που δεν έχουν γεννηθεί στη Δύση, είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να συνδέσουν τη λαχτάρα για σοκολάτα με τον έμμηνο κύκλο και είχαν λιγότερες λιγούρες για σοκολάτα, σε σύγκριση με εκείνες που γεννήθηκαν στη Δύση και με μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες μπορεί να συνδέουν τη σοκολάτα με την έμμηνο ρύση, επειδή κατά τη διάρκεια και πριν από την περίοδό τους είναι η μόνη φορά που αισθάνονται ότι είναι κοινωνικά αποδεκτό να τρώνε τροφές «ταμπού». Αυτό συμβαίνει επειδή η δυτική κουλτούρα έχει σαν πρότυπο ομορφιάς ένα αδύνατο γυναικείο σώμα, και έτσι δημιουργείται η αντίληψη ότι πρέπει οι γυναίκες να έχουν μια καλή δικαιολογία για να φάνε σοκολάτα.

Ωστόσο, αν άνθρωποι που προσπαθούν να χάσουν βάρος μειώνοντας την κατανάλωση φαγητού, υποκύψουν σε μια λιγούρα και καταναλώσουν το τρόφιμο αυτό, νιώθουν ότι χάλασαν την προσπάθειά τους και αισθάνονται άσχημα με τον εαυτό τους.

Γνωρίζουμε από διάφορες μελέτες και κλινικές παρατηρήσεις ότι η αρνητική διάθεση μπορεί να προκαλέσει περισσότερη κατανάλωση φαγητού και, για κάποιους, να οδηγήσει σε συναισθηματική υπερφαγία. Αυτό το μοτίβο έχει ελάχιστη σχέση με τη βιολογική ανάγκη για φαγητό ή τη φυσιολογική πείνα. Αντίθετα, είναι οι κανόνες και οι απαγορεύσεις που θέτουμε σχετικά με το φαγητό και τις συνέπειες της παράβασής τους, που το προκαλούν.

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι, ενώ η λαχτάρα για σοκολάτα είναι διαδεδομένη στη Δύση, δεν είναι καθόλου κοινή σε πολλές ανατολικές χώρες. Υπάρχουν επίσης διαφορές στον τρόπο επικοινωνίας και κατανόησης των παρορμήσεων από χώρα σε χώρα. Μόνο τα δύο τρίτα των γλωσσών έχουν μια λέξη για τη λιγούρα, και στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η λέξη σχετίζεται μόνο με ναρκωτικά και όχι με φαγητό.

«Όταν μπορείς να διατυπώσεις ότι υπάρχει μια λαχτάρα, μπορείς να την αναγνωρίσεις και να την ορίσεις, που σημαίνει ότι μπορείς να τη βιώσεις».

Το μικροβίωμά μας μας χειραγωγεί

Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τα τρισεκατομμύρια βακτήρια στο έντερό μας μπορούν να μας χειραγωγήσουν ώστε να λαχταρούμε και να τρώμε ό,τι χρειάζονται – κάτι που δεν είναι πάντα αυτό που χρειάζεται το σώμα μας.

Μπορούν να στείλουν σήματα από το έντερο στον εγκέφαλο μέσω του πνευμονογαστρικού μας νεύρου και να μας κάνουν να νιώθουμε δυσάρεστα εάν δεν τρώμε αρκετά από ένα συγκεκριμένο θρεπτικό συστατικό ή να μας κάνουν να νιώθουμε καλά όταν τρώμε ό,τι θέλουν, απελευθερώνοντας νευροδιαβιβαστές όπως π.χ. ντοπαμίνη και σεροτονίνη. Μπορούν επίσης να αλλάξουν τους γευστικούς υποδοχείς μας, ώστε να καταναλώνουμε περισσότερο κάτι για να έχουμε την ίδια γεύση γλυκύτητας, για παράδειγμα.

Ωστόσο, αυτά τα μικρόβια δεν μας δίνουν πάντα σήμα να τρώμε πράγματα που είναι υγιεινά για εμάς. Εξάλλου, ορισμένα βακτήρια προκαλούν ασθένειες και θάνατο.

Έτσι, αν ακολουθήσουμε μια υγιεινή διατροφή με πολλούς σύνθετους υδατάνθρακες και φυτικές ίνες, θα καλλιεργήσουμε ένα πιο διαφοροποιημένο μικροβίωμα. Αυτό πιθανώς σημαίνει ότι μια υγιεινή διατροφή, η οποία οδηγεί σε ένα υγιές μικροβίωμα, σημαίνει ότι θα λαχταράμε και υγιεινό φαγητό.

Πως να κόψουμε τη λιγούρα

Δεδομένου ότι το περιβάλλον μας είναι γεμάτο από πειρασμούς που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιθυμίες μας, όπως η διαφήμιση και οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το να τις ξεπεράσουμε δεν είναι τόσο απλό.

λιγούρεςΌπου κι αν πάμε, βλέπουμε διαφημίσεις για τρόφιμα με πολλή πρόσθετη ζάχαρη και είναι εύκολο να έχουμε πρόσβαση σε αυτά τα τρόφιμα. Αυτός ο συνεχής βομβαρδισμός της διαφήμισης επηρεάζει τον εγκέφαλο – και η μυρωδιά αυτών των τροφών κάνει τον εγκέφαλο να θέλει να τα φάει.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρεαλιστικός τρόπος να μειωθούν τα ερεθίσματα και οι πειρασμοί στην κοινωνία όπου ζούμε, πρέπει να βρούμε τρόπους να ξεπεράσουμε τις λιγούρες μέσα από γνωστικές στρατηγικές.

Μια σειρά από μελέτες έχουν βρει ότι οι τεχνικές ενσυνειδητότητας, όπως η επίγνωση της λιγούρας και η μη ενοχοποίηση αυτής της επιθυμίας, μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της λιγούρας συνολικά.

Έρευνες διαπίστωσαν ότι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να περιορίσουμε την επιθυμία είναι να κόψουμε την τροφή που λαχταράμε από τη διατροφή μας – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το επιχείρημα ότι λαχταρούμε αυτό που χρειαζόμαστε.

Σε μια μελέτη, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια δοκιμή δύο ετών σε 300 άτομα που κατανάλωναν τέσσερις δίαιτες με διαφορετικά επίπεδα λίπους, πρωτεϊνών και υδατανθράκων και μέτρησαν την επιθυμία τους και την πρόσληψη τροφής. Όλες οι ομάδες έχασαν βάρος, αλλά όταν έτρωγαν λιγότερο από ένα συγκεκριμένο φαγητό το λαχταρούσαν και λιγότερο.

Οι ερευνητές λένε ότι τα ευρήματά τους δείχνουν ότι, προκειμένου να μειωθεί η λαχτάρα, οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε το φαγητό που λαχταρούν λιγότερο συχνά – πιθανώς επειδή οι αναμνήσεις μας που σχετίζονται με αυτό το φαγητό εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου.

Είναι σίγουρο ότι χρειάζεται να γίνει περισσότερη έρευνα για να κατανοήσουμε την λιγούρα, το πως αναπτύσσεται και τους τρόπους που μπορούμε να ξεπεράσουμε την επιθυμίας μας για ανθυγιεινά τρόφιμα. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί μηχανισμοί που υποδηλώνουν ότι όσο πιο υγιεινή είναι η διατροφή μας, τόσο πιο υγιεινή είναι και η επιθυμία μας.

 

ΠΟΣΟ ΝΕΡΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΝΩ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ;

Οι περισσότεροι ειδικοί υγείας συμβουλεύουν τους ανθρώπους να πίνουν 8 ποτήρια νερό την ημέρα. Αυτό είναι κοινώς γνωστό ως ο κανόνας των 8. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός μπορεί να μην ισχύει για όλους.

Το σώμα μας είναι κατά περίπου 60 % νερό.

Το σώμα χάνει συνεχώς νερό κατά τη διάρκεια της ημέρας, κυρίως μέσω της ούρησης και του ιδρώτα, αλλά και μέσω άλλων φυσιολογικών λειτουργιών όπως η αναπνοή. Για να αποφύγουμε την αφυδάτωση, χρειάζεται να προσλαμβάνουμε αρκετό νερό μέσω των ποτών και των φαγητών καθημερινά.

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις σχετικά με το πόσο νερό πρέπει να πίνουμε καθημερινά.

Οι ειδικοί υγείας συνήθως συνιστούν τον “κανόνα των 8”, δηλαδή 8 ποτήρια νερό των 250 ml, που ισοδυναμούν με 2 λίτρα την ημέρα.πόσο νερό

Ωστόσο, κάποιοι ειδικοί πιστεύουν ότι χρειάζεται να πίνουμε νερό συνεχώς κατά τη διάρκεια της ημέρας, ακόμα και όταν δε διψάμε.

Όπως με τα περισσότερα πράγματα, αυτό διαφέρει από άτομο σε άτομο. Πολλοί παράγοντες (εσωτερικοί και εξωτερικοί) επηρεάζουν το πόσο νερό χρειαζόμαστε καθημερινά.

Σε αυτό το άρθρο θα ρίξουμε μια ματιά σε διάφορες μελέτες για την πρόσληψη νερού, ώστε να ξεχωρίσουμε αλήθειες και μύθους και να εξηγήσουμε πως μπορούμε να παραμένουμε ενυδατωμένοι εύκολα, ανάλογα με τις προσωπικές μας ανάγκες.

Πόσο νερό χρειαζόμαστε;

Το πόσο νερό χρειαζόμαστε εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και διαφέρει απόο άτομο σε άτομο. Για τους ενήλικες, η γενική σύσταση από τις Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών, Μηχανικής και Ιατρικής των ΗΠΑ είναι:

  • 11 ποτήρια (των 250 ml) (2,7 λίτρα) την ημέρα για τις γυναίκες
  • 15 ποτήρια (των 250 ml) (3,7 λίτρα) την ημέρα για τους άνδρες

Η σύσταση αυτή περιλαμβάνει υγρά από νερό αλλά και άλλα ποτά, όπως το τσάι και ο χυμός, αλλά και από την τροφή. Ένα 20 % του νερού που χρειαζόμαστε το παίρνουμε καθημερινά από την τροφή.

Μπορεί να χρειάζεσαι περισσότερο νερό από κάποιον άλλο. Η ποσότητα που χρειάζεσαι εξαρτάται επίσης από:

  • Που μένεις. Χρειάζεσαι περισσότερο νερό αν ζεις σε μέρος με ζεστό, υγρό ή ξηρό κλίμα, όπως επίσης και αν ζεις στα βουνά ή σε μεγάλο υψόμετρο.
  • Την διατροφή σου. Εάν πίνεις πολύ καφέ ή ροφήματα με καφεΐνη, αποβάλλεις περισσότερο νερό λόγω της διουρητικής τους δράσης. Είναι επίσης πιθανό να χρειάζεσαι περισσότερο νερό, αν η διατροφή σου είναι πλούσια σε αλμυρά, πικάντικα ή γλυκά τρόφιμα. Ή, περισσότερο νερό είναι απαραίτητο, αν δεν καταναλώνεις αρκετά τρόφιμα που είναι πλούσια σε νερό, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά.
  • Η θερμοκρασία της εποχής. Είναι λογικό να χρειάζεσαι περισσότερο νερό τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, παρά τον χειμώνα, λόγω της εφίδρωσης.
  • Το περιβάλλον σου. Αν περνάς περισσότερο χρόνο έξω στον ήλιο ή σε υψηλές θερμοκρασίες ή σε ένα ζεστό – θερμαινόμενο δωμάτιο, πιθανόν να διψάς συχνότερα.
  • Πόσο δραστήριος είσαι. Αν είσαι δραστήριος κατά τη διάρκεια της ημέρας, αν περπατάς ή στέκεσαι αρκετά όρθιος, τότε χρειάζεσαι περισσότερο νερό από κάποιον που κάθεται όλη μέρα σε ένα γραφείο. Αν γυμνάζεσαι ή κάνεις οποιαδήποτε έντονη δραστηριότητα, τότε πρέπει να πίνεις περισσότερο για να καλύψεις την απώλεια.
  • Την υγεία σου. Αν έχεις κάποια μόλυνση ή πυρετό ή αν χάνεις υγρά λόγω εμετού ή διάρροιας, τότε πρέπει να πιείς περισσότερο νερό. Επίσης, αν έχεις σακχαρώδη διαβήτη ή παίρνεις φαρμακευτική αγωγή με διουρητικά, οι ανάγκες σε νερό αυξάνονται.
  • Αν είσαι έγκυος ή θηλάζεις. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, το σώμα σου λειτουργεί για δύο, επομένως χρειάζεσαι παραπάνω νερό για να παραμένεις ενυδατωμένη.

Επηρεάζει η πρόσληψη νερού τα επίπεδα ενέργειας και τη λειτουργία του εγκεφάλου;

πόσο νερόΠολλοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι αν δεν παραμένεις ενυδατωμένος κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα επίπεδα ενέργειας αλλά και η λειτουργία του εγκεφάλου επηρεάζονται.

Όντως, υπάρχουν πολλές μελέτες που το υποστηρίζουν αυτό.

Μια μελέτη σε γυναίκες έδειξε ότι μια απώλεια υγρών της τάξης του 1,36 % μετά από άσκηση, μείωσε τη διάθεση και την συγκέντρωση και αύξησε τη συχνότητα των πονοκεφάλων.

Άλλη μελέτη, στην Κίνα, σε 12 άνδρες φοιτητές που δεν ήπιαν νερό για 36 ώρες έδειξε αξιοσημείωτες επιπτώσεις στην αντοχή, την προσοχή, τη συγκέντρωση, την ταχύτητα αντίδρασης και την βραχυπρόθεσμη μνήμη.

Ακόμη και η ήπια αφυδάτωση μπορεί να μειώσει τη σωματική απόδοση. Μια κλινική μελέτη σε ηλικιωμένους, υγιείς άνδρες ανέφερε ότι μόλις 1 % απώλεια του σωματικού νερού μείωσε τη μυϊκή τους δύναμη και αντοχή.

Μια απώλεια 1 % του σωματικού βάρους σε νερό, μπορεί να μην φαίνεται μεγάλη, αλλά είναι πολύ σημαντική. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν ιδρώνουμε πολύ ή βρισκόμαστε σε ένα πολύ ζεστό δωμάτιο και δεν πίνουμε αρκετό νερό.

Μπορούμε να χάσουμε βάρος πίνοντας πολύ νερό;

Υπάρχουν πολλοί ισχυρισμοί, ότι πίνοντας περισσότερο νερό, μπορούμε να μειώσουμε τον σωματικό μας βάρος, καθώς αυξάνεται ο μεταβολισμός μας και περιορίζεται η όρεξη.

Σύμφωνα με μια μελέτη, η κατανάλωση περισσότερου νερού από το συνηθισμένο συσχετίστηκε με μείωση του σωματικού βάρους και καλύτερη σύσταση σώματος.

Μια άλλη ανασκόπηση μελετών διαπίστωσε ότι η χρόνια αφυδάτωση συσχετίστηκε με την παχυσαρκία, τον διαβήτη, τον καρκίνο και τις καρδιαγγειακές παθήσεις.

Ερευνητές σε μια άλλη παλαιότερη μελέτη υπολόγισαν ότι η κατανάλωση 2 λίτρων νερού σε μια μέρα αύξησε την ενεργειακή δαπάνη κατά περίπου 23 θερμίδες την ημέρα λόγω θερμογένεσης ή ενός ταχύτερου μεταβολισμού. Ο αριθμός των θερμίδων μπορεί να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου.

Η κατανάλωση νερού περίπου μισή ώρα πριν από τα γεύματα μπορεί επίσης να μειώσει τον αριθμό των θερμίδων που καταναλώνουμε. Αυτό μπορεί να συμβεί επειδή είναι εύκολο για το σώμα να μπερδέψει τη δίψα με την πείνα.

Μια μελέτη έδειξε ότι οι άνθρωποι που έπιναν ½ λίτρο νερό πριν από κάθε γεύμα έχασαν 44% περισσότερο βάρος σε 12 εβδομάδες, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έπιναν.

Συνολικά, φαίνεται ότι η κατανάλωση επαρκών ποσοτήτων νερού, ιδιαίτερα πριν από τα γεύματα, μπορεί να μας βοηθήσει με τη διαχείριση της όρεξης αλλά και τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, ειδικά όταν συνδυάζεται με ένα πρόγραμμα υγιεινής διατροφής.

Επιπλέον, η κατανάλωση άφθονου νερού έχει μια σειρά από άλλα οφέλη για την υγεία.

Βοηθά το περισσότερο νερό στην πρόληψη προβλημάτων υγείας;

Η κατανάλωση αρκετού νερού είναι απαραίτητα για να λειτουργήσει σωστά το σώμα.  νερό απαιτείται για να λειτουργήσει το σώμα σας γενικά. Πολλά προβλήματα υγείας μπορούν να βελτιωθούν με την αυξημένη πρόσληψη νερού :

  • Δυσκοιλιότητα. Η αύξηση της πρόσληψης νερού μπορεί να βοηθήσει στη δυσκοιλιότητα, που είναι ένα πολύ κοινό πρόβλημα.
  • Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η αύξηση της κατανάλωσης νερού μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη των επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος και της ουροδόχου κύστης.
  • Πέτρες στα νεφρά. Μια παλαιότερη μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υψηλή πρόσληψη υγρών μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης λίθων στα νεφρά.
  • Ενυδάτωση του δέρματος. Μελέτες δείχνουν ότι περισσότερο νερό οδηγεί σε καλύτερη ενυδάτωση του δέρματος, αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα για τις επιπτώσεις στην ακμή.

Τα υπόλοιπα υγρά υπολογίζονται στην ημερήσια πρόσληψη;

Το απλό νερό δεν είναι το μόνο ποτό που συμβάλλει στην ισορροπία των υγρών στο σώμα μας. Άλλα ποτά και τρόφιμα μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση.

Ένας μύθος είναι ότι τα καφεϊνούχα ποτά, όπως ο καφές ή το τσάι, δεν μας βοηθούν να ενυδατωθούμε επειδή η καφεΐνη είναι διουρητικό.

Στην πραγματικότητα, μελέτες δείχνουν ότι η διουρητική δράση αυτών των ροφημάτων είναι ασθενής, απλά μπορεί να προκαλέσουν επιπλέον ούρηση σε μερικούς ανθρώπους. Ωστόσο, ακόμη και τα καφεϊνούχα ποτά βοηθούν για να αυξήσουμε την ημερήσια πρόσληψη μας σε υγρά.

Τα περισσότερα τρόφιμα περιέχουν νερό σε διάφορα επίπεδα. Το κρέας, το ψάρι, τα αυγά και ιδιαίτερα τα φρούτα και τα λαχανικά περιέχουν όλα νερό.

Μαζί, ο καφές ή το τσάι και οι τροφές πλούσιες σε νερό μπορούν να βοηθήσουν στη διατήρηση της ισορροπίας των υγρών μας.

Δείκτες ενυδάτωσης

Η διατήρηση της ισορροπίας του νερού στο σώμα είναι απαραίτητη για την επιβίωση.

Για το λόγο αυτό, το σώμα μας διαθέτει ένα εξελιγμένο σύστημα για τον έλεγχο του πότε και πόσο πίνουμε. Όταν η συνολική περιεκτικότητά σε νερό πέσει κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο, αρχίζει η δίψα.

Αυτό εξισορροπείται προσεκτικά από μηχανισμούς παρόμοιους με την αναπνοή – δεν χρειάζεται να το σκεφτούμε συνειδητά.

Το σώμα μας ξέρει πώς να εξισορροπεί τα επίπεδα του νερού του και πότε να μας δώσει σήμα να πιούμε περισσότερο.

Ενώ η δίψα μπορεί να είναι ένας αξιόπιστος δείκτης αφυδάτωσης, το να βασιζόμαστε στο αίσθημα της δίψας μπορεί να μην αποτελεί επαρκή δείκτη για βέλτιστη υγεία και απόδοση στην άσκηση.

Την ώρα που εμφανίζεται η δίψα, μπορεί να αισθανόμαστε ήδη τα αποτελέσματα της πολύ μικρής αφυδάτωσης, όπως κόπωση ή πονοκέφαλο.

Το χρώμα των ούρων σας ως δείκτης αφυδάτωσης μπορεί να είναι πιο χρήσιμο για να ξέρουμε εάν πίνουμε αρκετό νερό. Στοχεύουμε σε διαυγή, καθαρά ούρα.

Ορισμένες περιστάσεις μπορεί να απαιτούν αυξημένη πρόσληψη νερού, όπως σε περιόδους αυξημένης εφίδρωσης (άσκηση σε ζεστό και ξηρό κλίμα).

Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι μπορεί να χρειαστεί να παρακολουθούν την πρόσληψη νερού επειδή οι μηχανισμοί δίψας μπορεί να αρχίσουν να δυσλειτουργούν με τη γήρανση. Μελέτες δείχνουν ότι οι ενήλικες άνω των 65 ετών διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο αφυδάτωσης.

 

ΔΥΣΑΝΕΞΙΑ ΣΤΗ ΛΑΚΤΟΖΗ & ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ ΓΑΛΑΚΤΟΣ

Τι είναι η λακτόζη;

Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο που βρίσκεται κυρίως στο γάλα, ωστόσο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί απευθείας από τον οργανισμό. Γι’ αυτό, το έντερο εκκρίνει το ένζυμο λακτάση, που διασπά το μόριο της λακτόζης στα δύο απλά σάκχαρα γαλακτόζη και γλυκόζη, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να απορροφηθούν από τον οργανισμό.

Επειδή το γάλα είναι σχεδόν αποκλειστική πηγή λακτόζης, τα περισσότερα θηλαστικά σταματούν να παράγουν το ένζυμο λακτάση καθώς μεγαλώνουν και σταματούν την κατανάλωση γάλακτος. Παρόλα αυτά στους ανθρώπους, η συνεχιζόμενη κατανάλωση γάλακτος από βοοειδή και αιγοπρόβατα, καθώς και γαλακτοκομικών ειδών που παρασκευάζονται από αυτό, έχει συνήθως ως αποτέλεσμα να συνεχίζεται η παραγωγή λακτάσης από τον οργανισμό, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, επιτρέποντας έτσι την διάσπαση της λακτόζης.

Τι είναι η δυσανεξία στη λακτόζη;

Πρόκειται για μια κατάσταση που προκαλείται σε πολλά άτομα, από τα οποία απουσιάζει το γονίδιο της λακτάσης, είτε λόγω κληρονομικώνδυσανεξία στη λακτόζη παραγόντων, είτε λόγω της μακραίωνης απουσίας γαλακτοκομικών προϊόντων από τη διατροφή κάποιων πληθυσμών. Υπολογίζεται ότι αυτό συμβαίνει περίπου στο 30 % των Ευρωπαίων και σε περισσότερο από το 70 % του πληθυσμού της Ασίας, της Αφρικής και της Ωκεανίας. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται δυσανεξία στη λακτόζη, δηλαδή να μην μπορεί ο οργανισμός των ατόμων αυτών να πέψει το γάλα και να αφομοιώσει τη λακτόζη. Σε περίπτωση κατανάλωσης γάλακτος ή γαλακτοκομικών ειδών η δυσανεξία αυτή εκδηλώνεται με γαστρεντερικά συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, δυσφορία, πρήξιμο και έντονη δημιουργία αερίων.

Η ευαισθησία των ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη και η έκταση ή σοβαρότητα των συμπτωμάτων διαφέρουν σημαντικά από άτομο σε άτομο, γι’ αυτό και η προσαρμογή των διατροφικών συνηθειών είναι διαφορετική ανάλογα με την περίπτωση. Γενικά, για την αποφυγή εμφάνισης των συμπτωμάτων είναι σκόπιμο να αποφεύγονται το γάλα και τα παράγωγά του που είναι οι φυσικές πηγές λακτόζης. Ωστόσο, συνήθως τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη, μπορούν να καταναλώσουν γιαούρτι και σκληρά τυριά, γιατί στα προϊόντα αυτά, η λακτόζη έχει υποστεί ζύμωση.

Υποκατάστατα γάλακτος

Στο παρελθόν, το γεγονός ότι τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη, έπρεπε να αποκλείσουν τελείως από τη διατροφή τους το γάλα, χωρίς να μπορούν να το αντικαταστήσουν με κάποιο εναλλακτικό προϊόν, αποτελούσε μεγάλο περιορισμό. Ωστόσο, σήμερα πέρα από το γάλα χωρίς λακτόζη, που έχει υποστεί ζύμωση και μπορεί να καταναλωθεί άφοβα από τα άτομα αυτά, υπάρχει πλήθος από φυτικά υποκατάστατα γάλακτος στα ράφια των σούπερ μάρκετ, κάνοντας την επιλογή του κατάλληλου προϊόντος δύσκολη.

Τα φυτικά αυτά ροφήματα, παρασκευάζονται από όσπρια, δημητριακά ή ξηρούς καρπούς διαθέτουν υψηλή διατροφική αξία, ενώ δεν περιέχουν λακτόζη, οπότε είναι ανεκτά από άτομα με δυσανεξία. Παρακάτω αναφέρονται τα πιο σημαντικά υποκατάστατα γάλακτος.

Γάλα σόγιας

δυσανεξία στη λακτόζηΤο γάλα σόγιας παρασκευάζεται από τα φασόλια σόγιας και αποτελεί πλούσια πηγή φυτικών πρωτεϊνών, διαιτητικών ινών, απαραίτητων λιπαρών οξέων, βιταμινών και ιχνοστοιχείων απαραίτητων για την σωστή λειτουργία του οργανισμού. Σε αντίθεση με το ζωικό γάλα, το γάλα σόγιας περιέχει ελάχιστη ποσότητα κορεσμένων λιπαρών, γι’ αυτό βοηθά στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ και στην καρδιαγγειακή προστασία. Επίσης, είναι πλούσιο σε φυτοοιστρογόνα, τα οποία ασκούν προστατευτική δράση έναντι κάποιων μορφών καρκίνου και επιταχύνουν της απορρόφηση ασβεστίου από τον οργανισμό, συμβάλλοντας στη βελτίωση της υγείας των οστών.

Κάθε χρόνο η εισαγωγή σόγιας στην Ελλάδα ξεπερνά τους 200.000 τόνους ενώ το ποσοστό της γενετικά τροποποιημένης σόγιας ανέρχεται στο 50 – 60 %! Γι’ αυτό καλό είναι το γάλα σόγιας που επιλέγετε να καταναλώσετε να παρασκευάζεται από σόγια βιολογικής καλλιέργειας.

Γάλα αμυγδάλου

Το γάλα αμυγδάλου αποτελεί άριστη πηγή μαγνησίου, το οποίο βοηθάει στην διάσπαση των τροφών, στην διατήρηση της υγείας των οστών, στην λειτουργία του παραθυρεοειδή αδένα αλλά και του νευρικού συστήματος. Επιπλέον περιέχει ασβέστιο, μαγγάνιο, σελήνιο και Βιταμίνη Ε, η οποία αποτελεί ισχυρό αντιοξειδωτικό που προστατεύει τις κυτταρικές μεμβράνες από την οξείδωση των ελεύθερων ριζών. Το σελήνιο ενισχύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα, ενώ παράλληλα ασκεί αντιοξειδωτική δράση. Το γάλα αμυγδάλου αποτελεί επίσης μια καλή πηγή ακόρεστου λίπους, πρωτεϊνών, φλαβονοειδών και καλίου, ενώ περιέχει λιγότερα σάκχαρα από το γάλα σόγιας. Έχει ιδιαίτερα ευχάριστη γεύση αλλά η τιμή του σε σχέση με το γάλα σόγιας είναι υψηλότερη καθώς τα αμύγδαλα αποτελούν ακριβή πρώτη υλη.

 Γάλα ρυζιού

Το γάλα ρυζιού προέρχεται από το καστανό ρύζι (αναποφλοίωτο) και είναι το πιο υποαλλεργικό υποκατάστατο από όλα τα ροφήματα και αποτελεί καλή εναλλακτική για όσους έχουν δυσανεξία ή αλλεργία στη σόγια ή τα αμύγδαλα. Είναι ιδιαίτερα ελαφρύ και περιέχει μεγάλες ποσότητες βιταμινών του συμπλέγματος Β, οι οποίες συμμετέχουν στον μεταβολισμό των πρωτεϊνών, των υδατανθράκων και των λιπών, στην παράγωγη ερυθρών αιμοσφαιρίων αλλά και στην ομαλή λειτουργία του νευρικού συστήματος. Αν και περιέχει μικρές ποσότητες ασβεστίου τα περισσότερα εμπορικά ροφήματα εμπλουτίζονται με ασβέστιο και έτσι 1 φλιτζάνι γάλα ρυζιού περιέχει την ίδια ποσότητα ασβεστίου με το αγελαδινό. Μοναδικό μειονέκτημα ίσως είναι το μεγάλο ποσοστό υδατανθράκων/σακχάρων που περιέχει (3 με 4 φορές υψηλότερο ποσοστό από το αγελαδινό γάλα) το οποίο μπορεί να προκαλέσει απότομη αύξηση της γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, αν δεν εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής, υπάρχει κίνδυνος διατροφικών ελλείψεων, ιδίως για τα μικρά παιδιά.

Γάλα βρώμης

Όπως και τα υπόλοιπα φυτικά γάλατα, το γάλα βρώμης δεν περιέχει λακτόζη και χοληστερόλη ενώ αποτελεί πλούσια πηγή τηςδυσανεξία στη λακτόζη αντιοξειδωτικής βιταμίνης Ε. Επίσης, περιέχει φυλλικό οξύ το οποίο συμμετέχει σε πολλές λειτουργίες του σώματος όπως στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων και κυρίως στη σύνθεση και επιδιόρθωση του DNA. Το γάλα βρώμης είναι ανεκτό από ανθρώπους με πολλαπλές αλλεργίες, ωστόσο δεν είναι κατάλληλο για άτομα που έχουν δυσανεξία στη γλουτένη. Περιέχει φυτοχημικές ουσίες, ενώσεις δηλαδή που απαντώνται κυρίως στα φυτά και συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου χρόνιων ασθενειών όπως ο καρκίνος, οι καρδιοπάθειες και η νόσος του Alzheimer. Όπως και το γάλα ρυζιού περιέχει μεγάλο ποσοστό σακχάρων, ενώ ένα από τα πλεονεκτήματα της βρώμης σε σχέση με τα υπόλοιπα δημητριακά είναι ότι περιέχει υψηλά ποσοστά φυτικής πρωτεΐνης.

Γάλα καρύδας

Το γάλα καρύδας προέρχεται από την σάρκα της καρύδας και είναι ένα πολύ θρεπτικό ρόφημα κατάλληλο για όσους υποφέρουν από δυσανεξία στη λακτόζη αλλά και για άτομα που ακολουθούν διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες. Διαθέτει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, τονώνει το νευρικό σύστημα και συμβάλει στην απώλεια βάρους, λόγω των φυτικών ινών που περιέχει. Αποτελεί σημαντική πηγή λαυρικού οξέος, μιας ουσίας που βρίσκεται επίσης στο ανθρώπινο γάλα και ενισχύει σημαντικά το ανοσοποιητικό. Επίσης είναι πλούσιο σε βιταμίνες, μεταλλικά στοιχειά και φυτοστερόλες. Ωστόσο, είναι πολύ θερμιδογόνο, αφού περιέχει μεγάλο ποσοστό κορεσμένων λιπαρών, γι’ αυτό προτείνεται να καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες.

Γάλα κάνναβης

Αν και το όνομά του θα μπορούσε να είναι λίγο παραπλανητικό, το βιολογικό γάλα κάνναβης είναι απολύτως νόμιμο και πολύ υγιεινό και είναι μια εναλλακτική λύση για χορτοφάγους και μη. Παράγεται από τους σπόρους του φυτού της κάνναβης. Το γάλα κάνναβης έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα σε σχέση με άλλα φυτικά υποκατάστατα γάλακτος, αποτελεί καλή πηγή σιδήρου (η οποία είναι απούσα στο αγελαδινό γάλα), έχει όλα τα απαραίτητα αμινοξέα και είναι μια καλή πηγή φυτικής πρωτεΐνης. Επίσης, σε αντίθεση με τη σόγια, η κάνναβη δε γίνεται να τροποποιηθεί γενετικά.

Κεφίρ

Το κεφίρ, όπως και το γιαούρτι, μπορεί να καταναλωθεί ως προβιοτικό για ένα πιο υγιές πεπτικό σύστημα. Σύμφωνα με έρευνες, το κεφίρ βοηθά την πέψη της λακτόζης και ελαχιστοποιεί τις παρενέργειες της δυσανεξίας, μειώνοντας σημαντικά το φούσκωμα. Η λακτόζη που υπάρχει στον πεπτικό σωλήνα διασπάται από τις ζωντανές καλλιέργειες βακτηρίων που βρίσκονται στο κεφίρ. Επίσης, το κεφίρ περιέχει κάλιο, ασβέστιο και πρωτεΐνες. Αρκεί να καταναλώνετε ½ φλιτζάνι κεφίρ τακτικά και στη συνέχεια να αυξήσετε σταδιακά την κατανάλωση.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πλέον υπάρχει πλήθος επιλογών για όσα άτομα έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, αλλά ακόμα και για όσους απλά δεν αρέσει το ζωικό γάλα. Καθένας μπορεί να βρει το κατάλληλο υποκατάστατο γάλακτος, που να ταιριάζει στα γούστα και τις ιδιαιτερότητές του, πάντα με γνώμονα τις δικές του διατροφικές ανάγκες.

 

Είδος γάλακτος Ενέργεια (kcal) Σάκχαρα (γρ.) Φυτικές ίνες (γρ.) Πρωτεΐνες (γρ.) Λίπος (γρ.) Κορεσμένο λίπος (γρ.)
Γάλα σόγιας 41 2,5 0,5 3,3 1,8 0,3
Γάλα αμυγδάλου 24 3 0,2 0,5 1,1 0,1
Γάλα ρυζιού 60 5 1,3 0,1 1,3 0,2
Γάλα βρώμης 42 3,3 1,4 0,3 1,5 0,1
Γάλα καρύδας 200 1,9 0,1 2,1 21,6 19,4
Γάλα κάνναβης 40 2,5 0,2 1,8 2,7 0,3
Κεφίρ 47 3,5 3,5 3,6 2 1,4

 

ΝΤΕΚΑΦΕΪΝΕ & ΥΓΕΙΑ : ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΑΣΦΑΛΗΣ;

Αρκετοί άνθρωποι ανάμεσά μας αγαπούν τη γεύση του καφέ, αλλά δεν μπορούν να ανεχτούν τις αρνητικές επιπτώσεις της καφεΐνης. Έτσι, πλέον υπάρχει λύση για αυτούς και είναι ο ντεκαφεϊνέ.

Η καφεΐνη υπάρχει και σε άλλα ποτά και τρόφιμα – κυρίως στο τσάι και τη σοκολάτα – ωστόσο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον καφέ. Είναι μία ουσία διεγερτική και κατασταλτική της όρεξης, και η πιο διαδεδομένη για  όσους χρειάζεται να παραμείνουν ξύπνιοι, όπως οι μαθητές που δίνουν εξετάσεις και οι εργαζόμενοι σε νυχτερινές βάρδιες.

Ωστόσο, η καφεΐνη έχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά.

Μπορεί να προκαλέσει άγχος, αϋπνία, διάρροια, υπερβολική εφίδρωση, ταχυπαλμία και μυϊκό τρέμουλο. Για πολλούς ανθρώπους, η απόλαυση της κατανάλωσης καφέ αντισταθμίζεται από τις αρνητικές επιπτώσεις της καφεΐνης.

Πώς όμως αφαιρείται η καφεΐνη από τους κόκκους του καφέ;

Πηγαίνοντας μια βόλτα στα super market, θα βρούμε πληθώρα ντεκαφεϊνέ προϊόντων– η διαδικασία όμως της αποκαφεϊνοποίησης δεν είναιντεκαφεϊνέ τόσο απλή όσο νομίζετε.

Η πρώτη αποκαφεϊνοποίηση στην ιστορία έγινε κατά λάθος το 1903, από τον Γερμανό Ludwig Roselius, που ήταν επικεφαλής της εταιρείας καφέ Kaffee HAG. Κατά την μεταφορά ενός φορτίου γεμάτο με καφέ, το καράβι πλημύρισε με θαλασσινό νερό, ξεπλένοντας την καφεΐνη από τους κόκκους του καφέ, αλλά όχι την γεύση. Ο Roselius προσπάθησε να το επαναλάβει, χρησιμοποιώντας μια βιομηχανική μέθοδο, βράζοντας στον ατμό τους κόκκους του καφέ με διάφορα οξέα, πριν χρησιμοποιήσει το βενζόλιο ως διαλύτη για να αφαιρέσει την καφεΐνη. Έτσι, γεννήθηκε ο καφές χωρίς καφεΐνη.

Το βενζόλιο, όπως αποδείχθηκε, ήταν μια πιθανή καρκινογόνος ουσία, οπότε αναζητήθηκαν νέες τεχνικές που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την καφεΐνη από τους κόκκους – και παράλληλα να αφήσουν τη γεύση ανέπαφη.

Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές τις τεχνικές από τις πρώτες μέρες της αποκαφεϊνοποίησης εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σήμερα. Αλλά η διαδικασία δεν είναι τόσο απλή όσο θα περίμενες.

Ίσως νομίζετε ότι θα ήταν πιο εύκολο πρώτα να καβουρδιστεί ο καφές, να αλεστεί στην απαιτούμενη σκόνη (εσπρέσο, φίλτρου ή στιγμιαίο) και μετά να ξεκινήσει  διαδικασία αποκαφεϊνοποίησης. Όμως, όχι. Η αποκαφεϊνοποίηση γίνεται όταν ο καφές είναι ακόμα πράσινος, πριν το καβούρδισμα.

ντεκαφεϊνέΥπάρχουν διάφοροι τρόποι για την αποκαφεϊνοποίηση του καφέ, αλλά ο πιο διαδεδομένος είναι ο εμποτισμό του σε διαλύτη – συνήθως χλωριούχο μεθυλένιο ή οξικό αιθυλεστέρα. Το χλωριούχο μεθυλένιο χρησιμοποιείται ευρέως ως διαβρωτικό χρωμάτων και απολιπαντικό, ενώ ο οξικός αιθυλεστέρας, χρησιμοποιείται επίσης για την αφαίρεση του βερνικιού από τα νύχια.

Οι κόκκοι του καφέ, πρώτα εμποτίζονται σε νερό και στη συνέχεια καλύπτονται με ένα διάλυμα που περιέχει έναν από αυτούς τους διαλύτες. Στη συνέχεια, η καφεΐνη δεσμεύεται από τον διαλύτη.

Το μούλιασμα των κόκκων του καφέ σε διαλύτες δεν ακούγεται σαν μια ιδιαίτερα υγιεινή πρακτική. Ωστόσο, σύμφωνα με την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) το 1985, η πιθανότητα οποιουδήποτε κινδύνου για την υγεία από το χλωριούχο μεθυλένιο ήταν τόσο χαμηλή «που ουσιαστικά δεν υπήρχε». (Οι κανόνες του FDA επιτρέπουν έως και 10 μέρη ανά εκατομμύριο υπολειμματικού μεθυλενίου, αλλά κατά την αποκαφεϊνοποίηση συνήθως χρησιμοποιούνται διαλύματα με ένα μέρος ανά εκατομμύριο).

Υπάρχει ακόμα μία μέθοδος, κατά την οποία οι κόκκοι του καφέ μουλιάζονται σε νερό κι έτσι η καφεΐνη που είναι υδατοδιαλυτή ουσία, απομακρύνεται από τους κόκκους του καφέ.

Τι θα γινόταν όμως αν μαθαίνατε ότι ένα φλιτζάνι ντεκαφεϊνέ έχει στην πραγματικότητα αρκετές επικίνδυνες παρενέργειες που δεν γνωρίζατε;

  1. Μπορεί να καταναλώνετε επικίνδυνες χημικές ουσίες μαζί με τον καφέ σας

Κατά την διαδικασία αποκαφεϊνοποίησης ίχνη από τους χημικούς διαλύτες που χρησιμοποιούνται, παραμένουν στους κόκκους του καφές. Πρόκειται για ουσίες που αν και ο FDA τις εγκρίνει σε τόσο μικρές ποσότητες, ενέχουν μια σειρά από κινδύνους για την υγεία.

  1. Αυτές οι χημικές ουσίες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα υγείας

Το χλωριούχο μεθυλένιο δεν είναι μια ήπια χημική ουσία, αλλά αν την εισπνεύσουμε μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στη μύτη και το λαιμό, αλλά και να επηρεάσει το νευρικό σύστημα, επιβραδύνοντάς το προσωρινά.

Το πιο τρομακτικό βέβαια είναι ότι χλωριούχο μεθυλένιο πιθανώς προκαλεί μεταλλάξεις και είναι καρκινογόνο για τον άνθρωπο.

Επιπλέον, η διαδικασία της αποκαφεϊνοποίησης έχει βρεθεί ότι αυξάνει τα λιπαρά οξέα που μπορούν να επηρεάσουν το μεταβολικό σύνδρομο και να αυξήσουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.

  1. Ο ντεκαφεϊνέ μπορεί να αυξήσει τη χοληστερόλη σας

Ο ντεκαφεϊνέ συνήθως παρασκευάζεται από ένα είδος κόκκων καφέ που έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά από τους κανονικούς ντεκαφεϊνέ κόκκους arabica, κάτι που θα μπορούσε να έχει πιθανές συνέπειες για τα επίπεδα χοληστερόλης και τη μακροπρόθεσμη υγεία της καρδιάς. Ένας συχνά χρησιμοποιούμενος κόκκος για καφέ χωρίς καφεΐνη είναι ο Robusta, ο οποίος έχει υψηλότερη περιεκτικότητα σε διπτένια, λίπη που διεγείρουν την παραγωγή λιπαρών οξέων στο σώμα.

  1. Δεν λαμβάνετε τα ίδια οφέλη για την υγεία με τον κανονικό καφέ

Όλη αυτή η διαδικασία της αποκαφεϊνοποίησης, καθιστά τον καφέ χωρίς καφεΐνη ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο τρόφιμο. Έτσι, αν και ο καφές είναι ένα φυσικός και υγιεινός, ο ντεκαφεϊνέ είναι το ακριβώς αντίθετο.

Ο κανονικός καφές έχει οφέλη για την υγεία που λείπουν από τον ντεκαφεϊνέ. Πολλές από τις φυσικές βιοδραστικές χημικές ουσίες που ενισχύουν την άμυνα της υγείας σας, χάνονται στον ντεκαφεϊνέ. Μια από αυτές συγκεκριμένα, είναι το χλωρογενικό οξύ, το οποίο ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και επιβραδύνει την κυτταρική γήρανση.

  1. Εξακολουθείτε να έχετε τα μειονεκτήματα της καφεΐνης στον οργανισμό σας

Ο ντεκαφεϊνέ εξακολουθεί να περιέχει λίγη καφεΐνη – συνήθως περίπου 5%.

Δεν υπάρχει καμία μέθοδος που να απομακρύνει τελείως την  καφεΐνη. Έτσι, αν θέλετε να την αποφύγετε για οποιονδήποτε λόγο, είναι καλύτερο να προτιμήσετε κάποιο ρόφημα που δεν περιείχε ποτέ ίχνος καφεΐνης από την αρχή.