Πρόληψη χρόνιων νοσημάτων
ΠΡΟΛΗΨΗ ΧΡΟΝΙΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ
Η ανάπτυξη των χρόνιων νοσηµάτων που εκδηλώνονται κατά την ενήλικη ζωή, όπως η καρδιαγγειακή νόσος, ο καρκίνος, ο διαβήτης και η παχυσαρκία ξεκινά συνήθως από την παιδική ηλικία- το φαινόμενο αυτό σχετίζεται σε µεγάλο βαθµό με τα αυξηµένα ποσοστά εµφάνισης νοσημάτων που σχετίζονται µε την παχυσαρκία, όπως ο διαβήτης τύπου ΙΙ, το οποία προκύπτουν από την παιδική παχυσαρκία και την παχυσαρκία των ενηλίκων. Προκειµένου να υπάρξει ελάττωση του επιπολασμού των χρόνιων αυτών καταστάσεων στον Αμερικανικό πληθυσμό, κυβερνητικές και µη κυβερνητικές υπηρεσίες προάγουν τις υγιεινές διατροφικές συνήθειες. Οι συστάσεις τους περιλαμβάνουν τις Διαιτητικές Οδηγίες για τους Αµερικανούς, την Πυραμίδα ισορροπηµένης Διατροφής του USDA, το Εθνικό Πρόγραµµα Εκπαίδευσης για τη Χοληστερόλη (ΝCΕΡ) και τις Διαιτητικές Οδηγίες του Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο.
Διαιτητικά Λιπίδια και Καρδιαγγειακή Υγεία
Συγκριτικά µε τους συνοµηλίκους τους από άλλες χώρες, τα παιδιά και οι έφηβοι στην Αµερική παρουσιάζουν υψηλότερες συγκεντρώσεις χοληστερόλης στο αίµα και υψηλότερες προσλήψεις κορεσµένων λιπιδίων και χοληστερόλης. Νεκροτοµικές µελέτες έχουν δείξει ότι η πρώιµη αρτηριακή αθηροσκλήρωση ξεκινά ήδη από την παιδική ηλικία και την εφηβεία και σχετίζεται με υψηλά επίπεδα ολικής χοληστερόλης, χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεινών (LDL) και πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεινών (VLDL) στο ορό, παράλληλα µε χαμηλά επίπεδα υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεινών (ΗDL.) (ΑΑΡ. 2004). Οι συστάσεις του NCEP για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου στα παιδιά άνω των 2 ετων είναι ίδιες µε αυτές των ενηλίκων: (1) λιγότερα από το 30% των ηµερήσιων θερμίδων να προέρχεται από λιπίδια (10% ή και λιγότερο από κορεσµένα, ως 10% από ακόρεστα και 10-15% από µονοακόρεστα λιπίδια) και (2) πρόσληψη κάτω από 300mg της χοληστερόλης την ηµέρα. Ο έλεγχος των επιπέδων χοληστερόλης συστήνεται επίσης στα παιδιά µε οικογενειακούς παράγοντες κινδύνου- γονείς ή παππούδες µε καρδιακά επεισόδια (έµφραγµα, στηθάγχη ή επέµβαση στην καρδιά) πριν την ηλικια των 55 ετών, ή µε τουλάχιστον έναν γονέα µε επίπεδα χοληστερόλης στο αίµα ίσα ή µεγαλύτερα των 250 mg/dl (ΑΑΡ. 2004). Η ΑΑΡ συστήνει τα παιδιά άνω των 2 ετών να υιοθετούν µια δίαιτα σταδιακά χαµηλότερη σε λιπίδια, έτσι ώστε σε ηλικία 5 ετών η δίαιτά τους να µην περιέχει λιπίδια άνω του 30% των συνολικών θερμίδων. Οι διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού έχουν δείξει µια τάση ελάττωσης των ολικών λιπιδίων, των κορεσµένων λιπιδίων και του ποσοστού των θερµίδων από λιπίδια στις δίαιτες των παιδιων. Ωστόσο, την ίδια στιγµή έχουν αυξηθεί τα ποσοστά υπέρβαρου µε επακόλουθη αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο (Gidding, 2005). Η έκθεση που εξέδωσαν από κοινού η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρία και η ΑΑΡ συστήνει (1) την εφαρµογή δίαιτας χαµηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα και trans λιπαρά οξέα, αυξηση της πρόσληψης ψαριών, προϊόντων ολικής άλεσης, λαχανικών και φρούτων, περιορισµό της πρόσληψης χυµών και ρόφηµάτων που περιέχουν ζάχαρη (2) την εφαρµογή 60 λεπτών µέτριας έως έντονης άσκησης την ηµέρα και (3) τα λιπίδια να µην παρέχουν πάνω από το 35% των ημερήσιων θερμίδων (Gidding 2005). Μελέτες έχουν δείξει ότι από την ηλικία των 4 ετών έως την εφηβεία, τα παιδιά µπορούν να ακολουθούν δίαιτες οι οποίες είναι συμβατές με τiς συστάσεις του ΝCΕΡ χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στην πρόσληψη επαρκούς ενέργειας και θρεπτικών συστατικών. Μια µακροχρόνια µελέτη διαιτητικής παρέµβασης έδειξε βελτίωση των επιπέδων των λιπιδίων και των διατροφικών συνηθειών σε παιδιά µε αυξηµένα επίπεδα LDL χοληστερόλης . Ορισμένοι επιστήμονες προειδοποιούν για την ευρεία εφαρμογή της χαµηλής σε λιπίδια δίαιτας στα παιδιά (Olson. 2000). Αν και δεν φαίνεται να υπάρχουν κίνδυνοι για την ανάπτυξη ή την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών που να σχετίζονται µε τη χαµηλή σε λιπίδια δίαιτα, η οποία είναι σύμφωνη µε τις παραπάνω συστάσεις.
Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να αξιολογούν κάθε παιδί ξεχωριστά όσον αφορά τη συνολική πρόσληψη λιπιδίων και την υπερβολική κατανάλωση µε λίγα λιπαρά (ιδιαίτερα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας).
Ασβέστιο, Οστική Υγεία και Παχυσαρκία
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης ξεκινά νωρίς στη ζωή, µέσω της µεγιστοποίησης της κατακράτησης του ασβεστίου και της ενίσχυσης της οστικής πυκνότητας κατά τη διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας. Κατά τις περιόδους αυτές τα οστά αναπτύσσονται µε µεγάλη ταχύτητα και είναι περισσότερο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές επιδράσεις, όπως η δίαιτα και η σωματική δραστηριότητα. Ωστόσο, η πλειονότητα των παιδιάτρων δεν συµβουλεύει τους γονείς σχετικά µε την οστική υγεία και την πρόληψη της οστεοπόρωσης (Fleming and Patrick, 2002). Μελέτες δείχνουν ότι για την επίτευξη μέγιστου ισοζυγίου του ασβεστίου κατά τη διάρκεια της ήβης, τα παιδιά θα πρέπει να προσλαμβάνουν πάνω από τις συνιστώµενες ποσότητες ασβεστίου (Abrams et al. 2004). Ωστόσο, οι µέσες προσλήψεις ασβεστίου φαίνεται ότι είναι κάτω από τις Αls, με το 20-30% των κοριτσιών στην εφηβεία να προσλαµβάνουν λιγότερο από 500mg την ημέρα (Ervin et al., 2004). Παρά το γεγονός ότι η συµπληρωµατική χορήγηση ασβεστίου, παράλληλα µε μια µέση πρόσληψη ασβεστίου κατά την εφηβεία, έχει αποδειχθεί ότι συµβάλλει σημαντικά στην αύξηση της οστικής πυκνότητας. είναι λιγότερο βέβαιo το εάν το όφελος αυτό διατηρείται μακροπρόθεσµα (Matkovic et al 2005 Ervin et al 2005). Μια µακροχρόνια µελέτη σε παιδιά της λευκής φυλής, από τη βρεφική ηλικία µέχρι την ηλικία των 8 ετών, βρήκε ότι η περιεκτικότητα των οστών σε ανόργανα στοιχεία σχετιζόταν θετικά με την πρόσληψη πρωτεϊνών και άλλων ανόργανων στοιχείων, γεγονός που σημαίνει ότι και άλλα θρεπτικά συστατικά παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη και την υγεία των οστών. Στοιχεία από μελέτες στις οποίες η πρόσληψη ασβεστίου αποτελούσε ανεξάρτητη µεταβλητή, έδειξαν συστηµατική συσχέτιση των υψηλότερων προσλήψεων ασβεστίου με χαμηλά ποσοστά λίπους στο σώµα, το σωµατικό βάρος ή και τα δύο, αλλά και µε µικρότερη πρόσληψη βάρους κατά τη µεσήλικη ζωή (Ηeaney et al., 2002). Kάθε 300mg αύξησης της ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου. αντιστοιχεί σε 1 κιλό λιγότερο σωµατικό λίπος στα παιδιά και 2.5-3 κιλά λιγότερο σωµατικό βάρος στους ενήλικες. Η αύξηση της πρόσληψης ασβεστίου μέσω της πρόσληψης δύο µερίδων γαλακτοκομικών την ημέρα, μπορεί να ελαττώσει σηµαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης υπέρβαρου, έως και κατά 70% (Ηaeney et al, 2002).
Διαιτητικές Ίνες
Η ενηµέρωση σχετικά με την πρόσληψη διαιτητικών ινών και την πρόληψη νοσηµάτων έχει επικεντρωθεί κυρίως στους ενήλικες, ενώ ελάχιστες πληροφορίες έχουµε για τα επίπεδα πρόσληψης διαιτητικών ινών στα παιδιά. Οι διαιτητικές ίνες είναι απαραίτητες για την υγεία και τη διατήρηση φυσιολογικών κενώσεων στα παιδιά. Στοιχεία από µελέτες σε εθνικό επίπεδο έχουν δείξει ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας προσλαµβάνουν κατά μέσο όρο 10,7g διαιτητικών ινών την ηµέρα. Τα παιδιά σχολικής ηλικίας προσλαμβάνουν περίπου 13 g/ηµέρα (USDA, 1997). Η ποσότητα αυτή είναι χαµηλότερη της DRI για τα παιδιά, η οποία ορίζεται – όπως και για τους ενήλικες στα 14 g/ηµέρα (λόγω έλλειψης επιστηµονικών δεδοµένων για τον παιδιατρικό πληθυσµό) (IΟΜ, 2002). Γενικά οι υψηλότερες προσλήψεις διαιτητικών ινών σχετίζονται µε δίαιτες µεγαλύτερης θρεπτικής αξίας σε μικρά παιδιά (Kranz et al.,, 2005b). Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει ανάγκη για ενίσχυση της εκπαίδευσης στην αύξηση της πρόσληψης διαιτητικών ινών στα παιδιά.
Σωµατική Δραστηριότητα
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ελάττωση των επιπέδων σωµατικής δραστηριότητας στα παιδιά, γεγονός που θεωρείται ως προδιαθεσικός παράγοντας για την ανάπτυξη παχυσαρκίας. Η συμµετοχή σε προγράµματα σωµατικής δραστηριότητας έχει ελαττωθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ γίνεται μικρότερη όσο μεγαλώνουν τα παιδιά (ΑDΑ, 2004). Η συστηματική σωματική δραστηριότητα όχι µόνο βοηθά στον έλεγχο της υπερβολικής πρόσληψης βάρους, αλλά βελτιώνει παράλληλα τη δύναμη και την αντοχή, ενισχύει την αυτοεκτίμηση και μειώνει τα ποσοστά άγχους.
Η σωματική δραστηριότητα, σε συνδυασμό με την επαρκή πρόσληψη ασβεστίου, σχετίζεται με αυξημένη οστική πυκνότητα στα παιδιά και στους εφήβους. Πολλές εθνικές επιστημονικές ομάδες, όπως ο IΟΜ, συστήνουν την αύξηση της δραστηριότητας των παιδιών στα τουλάχιστον 60 λεπτά την ημέρα, με τη δραστηριότητα αυτή να περιλαμβάνει μέτρια έως έντονη άσκηση (IΟΜ, 2002; IΟΜ, 2004b). To CDC έχει εκδώσει οδηγίες για τα σχολικά και κοινοτικά προγράμματα προαγωγής της εφ’ όρου ζωής δραστηριότητας στους νέους (CDC, 1997b). Σε µια προσπάθεια για την προαγωγή υγιεινών διαιτητικών συνηθειών, με στόχο την ελάττωση της συχνότητας εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων αργότερα στη ζωή, εφαρμόζονται οι Διαιτητικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς και η Πυραµίδα της Σωστής Διατροφής, τόσο στα παιδιά όσο και στους γονείς τους. Έχουν επίσης δηµιουργηθεί και πυραµίδες για τη σωματική δραστηριότητα (ηλικίες 6 έως 11 ετών). Η πυραµίδα Kid’s MyActivity Pyramid προάγει την αντικατάσταση των καθιστικών δραστηριοτήτων µε πιο δραστήριες επιλογές.