ΜΗΤΡΙΚΟ ΓΑΛΑ

 

Μητρικό Γάλα

 Το μητρικό γάλα είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη επιλογή για τη σίτιση του βρέφους. Η σύστασή του είναι τέτοια που να παρέχει την απαραίτητη ενέργεια και τα θρεπτικά συστατικά στις κατάλληλες ποσότητες. Περιέχει ειδικούς και μη ειδικούς ανοσολογικούς παράγοντες για την υποστήριξη και ενυδάτωση του ανοσοποιητικού συστήματος του νεογνού και για την προστασία του έναντι των λοιμώξεων (Οddy, 2001). Το μητρικό γάλα, προστατεύει επίσης από την ανάπτυξη διαρροιών και μέσης ωτίτιδας (ΑΑΡ 2005). Η αλλεργική αντίδραση στις πρωτείνες του μητρικού γάλακτος είναι σπάνια. Επιπλέον, η διαδικασια του θηλασμού προάγει την ενίσχυση του δεσμού μεταξύ της μητέρας και του βρέφους. Το μητρικό γάλα παρέχει πολλαπλά διατροφικά οφέλη (δηλαδή βέλτιστη, εύπεπτη και Ιδιαίτερα βιοδιαθέσιμη τροφή),  μειώνει τη βρεφική νοσηρότητα  παρέχοντας παράλληλα οφέλη και για τη μητέρα (δηλαδή αμηνόρροία κατά  το θηλασμό, απώλεια του βάρους της εγκυμοσύνης, προστασία έναντι ορισμένων τύπων καρκίνου), αλλά και οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη (American Dietetic Assocίatiοn, 2005). Πληθυσμιακές μελέτες και μετα-αναλύσεις έχουν δείξει ότι ο %ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b4%cf%85%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%ac-%ce%bc%cf%89%cf%81%ce%ac-456x250θηλασμός επηρεάζει θετικά τη γνωσιακή ανάπτυξη (Angelsen et al., 2001), συμβάλλει στην πρόληψη του παιδικού άσθματος (Dell and Το, 2001′ Gdalevich et αl., 2001) και πιθανόν να βοηθά στην πρόληψη της ανάπτυξης της παχυσαρκίας με δοσοεξαρτώμενο τρόπο (Hedίger et al., 2001) ή λόγω του ότι ενισχύει το μητρικό έλεγχο στη σίτιση (Fisher et al., 2000). Για τους λόγους αυτούς οι στόχοι της έκθεσης με τίτλο Υγιή Παιδιά (Ηealthy Children 2010) περιλαμβάνουν την υποστήριξη του θηλασμού

Ο Αμερικανικός Σύλλογος Διαιτολόγων (ΑDΑ) και η ΑΑΡ  υποστηρίζουν τον αποκλειστικό θηλασμό για τους πρώτους 6 μήνες της ζωής και το συμπληρωματικό θηλασμό κατά την περίοδο της εισαγωγής στερεάς τροφής έως το 12ο μήνα (ΑΑΡ, 2005′ ΑDΑ, 2005). Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τις ηλικίες των βρεφών στις συστάσεις αυτές, καθώς η εισαγωγή στερεάς τροφής πόλυ νωρίς ελαττώνει την πρόσληψη μητρικού γάλακτος (ΗιΙΙ et άΙ.; 1997), ενώ η πρώιμη εισαγωγή στερεάς τροφής πιθανόν να αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη σακχαρώδου διαβήτη τύπου Ι.

Ο θηλασμός πιθανόν να αντενδείκνυται σε μητέρες με ορισμένους τύπους λοιμώξεων ή σε μητέρες που παίρνουν φάρμακα τα οποία έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των βρεφών. Για παράδειγμα, μια μητέρα η οποία έχει προσβληθεί από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (ΗIV), μπορεί να μεταδώσει τη λοίμωξη στο βρέφος (Hυmphrey &Ι lliff 2001), ενώ η μητέρα που παίρνει ψυχοτρόπα φάρμακα μπορεί να μεταφέρει τις ουσίες αυτές στο βρέφος της μέσω του γάλακτός της (ΑΑΡ, Επιτροπή για τα Φάρμακα, 2001).

Σύσταση του Μητρικού και του Αγελαδινού Γάλακτος

Η σύσταση του μητρικού γάλακτος διαφέρει από αυτή του αγελαδινού. Για το λόγο αυτό, το μη τροποποιημένο αγελαδινό γάλα δεν συστήνεται για τα βρέφη κάτω ταυ 1 έτους. Και οι δύο τύποι γάλακτος παρέχουν 20 kcaΙ/30mΙ. Ωστόσο τα συστατικά που παρέχουν αυτή την ενέργεια διαφέρει στους δύο τύπους. Για παράδειγμα οι πρωτείνες παρέχουν το 6-7% της ενέργειας στο μητρικό γάλα και το 20% της ενέργειας στο αγελαδινό γάλα. Το μητρικό γάλα περιέχει 60%  πρωτεΐνες ορού (κυρίως λακτολευκωματίνες)  και 40% καζεΐνη. Αντίθετα, το αγελαδινό  γάλα περιέχει 20% πρωτεΐνες ορού και 80% καζεΐνη. Η καζέίνη σχηματίζει ένα σκληρό, δύσπεπτο πήγμα στο στομάχι του βρέφους, ενώ η λακτολευκωματίνη του μητρικού γάλακτος σχηματίζει ένα μαλακό, αφράτο και εύπεπτο πήγμα. Τα αμινοξέα ταυρίνη και κυστίνη περιέχονται σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο μητρικά γάλα συγκριτικά με το αγελαδινό. Τα αμινοξέα αυτά milkπιθανόν να είναι απαραίτητα για τα πρόωρα βρέφη. Η λακτόζη παρέχει το 42% την ενέργειας στο μητρικό γάλα, ενώ μόνο το 30% της ενέργειας στο αγελαδινό γάλα. Τα λιπίδια παρέχουν το 50% της ενέργειας τόσο στο μητρικό όσο και στο αγελαδινό γάλα. Το μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ αποτελεί το βασικό λιπαρό οξύ και στους δύο τύπους γάλακτος. Το λινελαϊκό οξύ, ένα απαραίτητο λιπαρό οξύ, παρέχει το 4% της ενέργειας στο μητρικό γάλα, αλλά μόλις το 1 % στο αγελαδινό. Το μητρικό γάλα περιέχει 10-20 mg χοληστερόλης/dΙ, ενώ το αγελαδινό περιέχει 10-15 mg/dl. Ωστόσο, λιγότερα λιπίδια απορροφώνται από το αγελαδινό παρά από το μητρικό γάλα. Η λιπάση που περιέχεται στο μη λιπαρό τμήμα του μητρικού γάλακτος διεγείρεται από τα χολικά άλατα του βρέφους και συμβάλλει σημαντικά στην υδρόλυση των τριγλυκεριδίων του γάλακτος. Η περιεκτικότητα των υδατοδιαλυτών βιταμινών στο μητρικό γάλα είναι ανάλογη της διατροφικής πρόσληψης της μητέρας. Το αγελαδινό γάλα περιέχει επαρκείς ποσότητες βιταμινών του συμπλέγματος Β, αλλά ελάχιστη ποσότητα βιταμίνης C. Το μητρικό γάλα και το εμπλουτισμένο αγελαδινό γάλα περιέχουν επαρκείς ποσότητες βιταμίνης Α. Το μητρικό γάλα είναι πλουσιότερο σε βιταμίνη Ε από ότι το αγελαδινό. Επίσης περιέχει πέντε μεταβολίτες της βιταμίνης D, παρέχοντας έτσι 20 IU/L (0,5 μg χοληκαλσιφερόλης) δραστικής βιταμίνης D. Ωστόσο, τα βρέφη μετά τους 2 μήνες χρειάζονται επιπλέον βιταμίνη D. Το αγελαδινό γάλα είναι συνήθως εμπλουτισμένο με 400 IU/L (10 μg χοληκαλσιφερόλης) βιταμίνης D. Η ποσότητα του σιδήρου στο μητρικό και στο αγελαδινό γάλα είναι μικρή (0,3 mg/L). Ο σίδηρος του μητρικού γάλακτος απορροφάται κατά 50% περίπου, ενώ ο σίδηρος του αγελαδινού γάλακτος απορροφάται σε ποσοστό μόλις 1%. Η βιοδιαθεσιμότητα του ψευδαργύρου του μητρικού γάλακτος είναι μεγαλύτερη από αυτή του αγελαδινού. Το αγελαδινό γάλα περιέχει τριπλάσια ποσότηrα ασβεστίου, εξαπλάσια ποσότητα φωσφόρου και διπλάσια ποσότητα φθορίου συγκριτικά με το μητρικό γάλα. Η μεγάλη περιεκτικότητα του αγελαδινού γάλακτος σε πρωτεΐνες και άχρηστα υπολείμματα έχει ως αποτέλεσμα αυτό να χαρακτηρίζεται από υψηλό νεφρικό φορτίο ή, αλλιώς, υψηλή ποσότητα αζωτούχων αποβλήτων και ανόργανων στοιχείων, τα οποία Θα πρέπει να απομακρυνθούν από τους νεφρούς. Οι συγκεντρώσεις νατρίου και καλίου στο μητρικό γάλα είναι μόλις το 1/3  αυτών του αγελαδινού, συμβάλλοντας έτσι στο χαμηλό νεφρικό φορτίο που χαρακτηρίζει το μητρικό γάλα. Η ωσμωτικότητα του μητρικού γάλακτος είναι, κατά μέσο όρο, 286 mOsm/kg, ενώ αυτή του αγελαδινού είναι 400 mOsm/kg.

Αντιμολυσματικοί Παράγοντες

Το μητρικό γάλα και το πρωτόγαλα περιέχουν αντισώματα και αντιμολυσματικούς παράγοντες οι οποίοι απουσιάζουν από τα βρεφικά γάλατα. Η εκκριτική ανοσοσφαιρίνη Α (sΙgA) είναι η βασική ανοσοσφαιρίνη του μητρικού γάλακτος και προστατεύει το ανώριμο γαστρεντερικό σύστημα του βρέφους από τις λοιμώξεις. Ωστόσο, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ο θηλασμός θα πρέπει να διαρκεί για τουλάχιστον 3 μήνες προκειμένου να έχει ισχύ η προστατευτική αυτή επίδραση (Ηeinig, 2001). Η σιδηροδεσμευτική πρωτεΐνη λακτοφερρίνη που περιέχεται στο μητρικό γάλα, αφαιρεί το σίδηρο από τα βακτήρια, επιβραδύνοντας έτσι την ανάπτυξή τους. Οι λυσοζύμες, βακτηριολυτικά ένζυμα τα οποία βρίσκονται στο μητρικό γάλα, καταστρέφουν τις κυτταρικές μεμβράνες των βακτηριδίων, αφού προηγηθεί η απενεργοποίησή τους μέσω της δράσης των υπεροξειδίων και του ασκορβικού οξέος, συστατικά τα οποία επίσης περιέχονται στο μητρικό γάλα. Το μητρικό γάλα διεγείρει την αύξηση του βακτηρίου Lactobacillus bίfιdus, το οποίο δημιουργεί όξινο γαστρεντερικό περιβάλλον, αφιλόξενο για ορισμένους παθογόνους μικροοργανισμούς. Λόγω των αντιμολυσμστικών αυτών ιδιοτήτων του, η συχνότητα εμφάνισης λοιμώξεων στα βρέφη που θηλάζουν είναι χαμηλότερη συγκριτικά με τα βρέφη που σιτίζονται με βρεφικά γάλατα.

Σκευάσματα

Τα βρέφη των οποίων οι μητέρες δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να τα θηλάσουν, σιτίζονται συνήθως με κάποιο έτοιμο βρεφικό γάλα με βάση το αγελαδινό γάλα ή παράγωγα σόγιας. Πολλές μητέρες ωστόσο επιλέγουν έναν συνδυασμό θηλασμού και βρεφικού γάλακτος. Για ορισμένα βρέφη με ιδιαίτερες διατροφικές ανάγκες κυκλοφορούν στο εμπόριο ειδικά σχεδιασμένα γάλατα. Τα βρεφικά γάλατα που κυκλοφορούν στο εμπόριο παρασκευάζονται μέσω της θερμικής imagesεπεξεργασίας του άπαχου γάλακτος ή ενός παραγώγου σόγιας και συμπληρώνονται με φυτικά έλαια, βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία σε συγκεντρώσεις όσο το δυνατόν πλησιέστερες αυτών του μητρικού γάλακτος. Στόχος είναι να παρέχουν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά σε ευαπορρόφητη μορφή. Η παρασκευή των βρεφικών γαλάτων υπόκειται σε ειδική νομοθεσία (Infant Formula Act) που έχει οριστεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) (Nutrίent Requίrements for Infant Formulas, 1985). Σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή, η περιεκτικότητα των βρεφικών γαλάτων σε θρεπτικά συστατικά θα πρέπει να είναι αυτή που ορίζουν οι οδηγίες αυτές. Στο εμπόριο κυκλοφορούν επίσης σκευάσματα για τα μεγαλύτερης ηλικίας βρέφη και νήπια. Ωστόσο, οι περισσότεροι παιδίατροι πιστεύουν ότι τα σκευάσματα για τα «μεγαλύτερης ηλικίας βρέφη» δεν είναι αναγκαία, εκτός από την περίπτωση που το νήπιο δεν προσλαμβάνει επαρκείς ποσότητες θρεπτικών συστατικών από τα φυσικά τρόφιμα.

Η μείωση του επιπολασμού της αναιμίας στα βρέφη οφείλε­ται στη χρήση των εμπλουτισμένων με σίδηρο σκευασμάτων. Για το λόγο αυτό η ΑΑΡ συστήνει τη χορήγηση σκευασμάτων εμπλουτισμένων με σίδηρο για όλα τα βρέφη που σιτίζονται με έτοιμα βρεφικά γάλατα. Η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τα εμπλουτισμένα σε σίδηρο σκευάσματα μπορεί να προκαλούν δυσκοιλιότητα. μαλακά κόπρανα, κολικούς (έντονο κοιλιακό άλ­γος) και φτύσιμο της τροφής, δεν έχει επιβεβαιωθεί από κλινικές μελέτες (ΑΑΡ, 1999). Στο εμπόριο κυκλοφορούν σκευάσματα με ή χωρίς πρόσθετο σίδηρο. Τα σκευάσματα με βάση τη σόγια υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους. Τα βρέφη που σιτίζονται με τα γάλατα αυτά μεγαλώ­νουν και απορροφούν τα θρεπτικά συστατικά εξίσου καλά με τα βρέφη που σιτίζονται με σκευάσματα που περιέχουν πρωτεΐνες αγελαδινού γάλακτος. Η διαφορά είναι ότι εκτίθενται σε πολλές εκατοντάδες φορές μεγαλύτερες ποσότητες φυτοοιστρογόνων και ισοφλαβονών. Η ποσότητα των ισοφλαβονών ενός σκευάσματος εξαρτάται από την ποσότητα της σόγιας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του γάλακτος. Η βιολογική επίδραση της αυξημένης r πρόσληψης  ισοφλαβονών. στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του βρέφους δεν  έχει ακόμα ξεκαθαριστεί. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν μεταβολές στο ρυθμό αύξησης, ανάπτυξης ή στην ικανότητα αναπαραγωγής (Merrit and jenks, 2004). Οι παρασκευαστές έτοιμων βρεφικών γαλάτων βρίσκονται σε μια συνεχή προσπάθεια σχεδιασμού γαλάτων τα οποία να είναι κατά το δυνατόν ανάλογης σύστασης με αυτήν  του μητρικό. Το μητρικό γάλα σε αντίθεση με το αγελαδινό, περιέχει ΑRA και DHA. Μέχρι σήμερα  δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ένα βρέφος που καταναλώνει γάλα, το οποίο δεν περιέχει τα λιπαρά αυτά οξέα, έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ανάπτυξη του. Πολλά βρεφικά γάλατα δεν περιέχουν τα πολύ μακράς αλύσου λιπαρά οξέα (Innis et αΙ, 2001). Οι DRIs για τα βρέφη συστήνουν την πρόσληψη 0,5g  ω-3 λιπαρών οξέων/ημέρα. Στο εμπόριο κυκλοφορούν σκευάσματα για βρέφη τα οποία δεν ανέχονται τις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος. Τα γάλατα με βάση τη σόγια συστήνονται (1) για τα παιδιά χορτοφαγικών οικογενειών, (2) για τα παιδιά με γαλακτοζαιμία ή πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης, αλλά και για τα παιδιά που αναρρώνουν από δευτεροπαθή δυσανεξία στη λακτόζη και (3) για βρέφη που πιθανόν να είναι αλλεργικά στο αγελαδινό γάλα αλλά δεν έχουν εκδηλώσει κλινικά συμπτώματα αλλεργίας. Τα γάλατα με βάση τη σόγια δεν συστήνονται για τα παιδιά με διαγνωσμένη αλλεργία στις πρωτεΐνες, δεδομένου ότι πολλά βρέφη που είναι αλλερyικά στις πρωτεϊνες του αγελαδινού γάλακτος αναπτύσσουν αλλεργία και στις πρωτεΐνες της σόγιας (ΑΑΡ, 1998a). Τα βρέφη που δεν ανέχονται τις πρωτεϊνες του αγελαδινoύ yάλακτος ή τις πρωτεϊνες σόγιας, μπορούν να σιτιστούν με γάλατα τα οποία περιέχουν υδρολυμένη καζείνη. Τα προϊόντα αυτά περιέχουν καζεΐνη η οποία έχει διασπαστεί σε μικρότερα κομμάτια με τη δράση οξέων, αλκάλεων ή ενζύμων. Τέτοια σκευάσματα είναι το Nυtramigen, το Pregestimil και το Alimentum. Τα προιόντα αυτά δεν περιέχουν επίσης λακτόζη. Για τα βρέφη που παρουσιάζουν δυσανεξίες στις πρωτεϊνες των τροφίμων και δεν ανέχονται ούτε τις υδρολυμένες πρωτείνες, κυκλοφορούν σκευάσματα ελεύθερων αμινοξέων (Neocate και Elecare) (ΑΑΡ, 2000). Επίσης κυκλοφορούν σκευάσματα για παιδιά με προβλήματα όπως δυσαπορρόφηση ή μεταβολικά νοσήματα (π.χ. φαινυλοκετουρία).

Πλήρες Αγελαδινό Γάλα

Ορισμένοι γονείς επιλέγουν να χορηγήσουν φρέσκο αγελαδινό γάλα στα βρέφη τους πρίν ολοκληρώσουν το 1ο έτος της ζωής τους. Ωστόσο, η Επίτροπή Διατροφής της ΑΑΡ εχει καταλήξει ότι το αγελαδινό γάλα δεν θα πρέπει να χορηγείται στα βρέφη πριν το 1ο έτος της ζωής (ΑΑΡ, 1998b). Τα βρέφη που σιτίζονται με πλήρες αγελαδινό γάλα έχει βρεθεί ότι προσλαμβάνουν μικρότερη ποσότητα σιδήρου, λινελαϊκού οξέος και βιταμίνης Ε, και υπερβολική ποσότητα νατρίου, καλίου και πρωτεινων. Το αγελαδινό γάλα πιθανόν να προκαλεί σε ορισμένα βρέφη μικρού βαθμού γαστρεντερική απώλεια αίματος. Το χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπίδια( 1% εως 2%) και το άπαχο γάλα είναι επίσης ακατάλληλες επιλογές για τους 12 μήνες της ζωής. Τα βρέφη φαίνεται ότι προσλαμβάνουν  μεγάλες ποσότητες πρωτεϊνών με την πρόσληψη μεγάλου όγκου αγελαδινού γάλακτος, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, ενώ η χαμηλή πρόσληψη απαραίτητων λιπαρών οξέων πιθανόν να οδηγήσει σε ανεπάρκεια (ΑΑΡ,  2004). Τέλος, υποκατάστατα  γάλακτος, όπως γάλα ρυζιού, βρώμης ή ξηρών καρπών, δεν θα πρέπει να χορηγούνται στα βρέφη, εκτός εάν είναι κατάλληλα εμπλουτισμένα.