Χοληστερίνη
ποια είναι η αλήθεια;
ποια είναι η αλήθεια;
Καρδιακές παθήσεις χοληστερίνη και φλεγμονή
Το θέμα της χοληστερίνης απασχολεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και δεν θα ήταν τελείως λάθος να σκεφτεί κανείς ότι τα επίπεδα της χοληστερίνης συνδέονται άμεσα με τις καρδιαγγειακές παθήσεις. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η 2η αιτία θανάτου στο δυτικό κόσμο και, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, το πρώτο τους σύμπτωμα είναι ο αιφνίδιος θάνατος. Είναι, επομένως, κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας να έχουμε μια υγιή καρδιά. Κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, έχουμε βομβαρδιστεί από στοιχεία που συνδέουν τη χοληστερίνη με τα προβλήματα υγείας που σχετίζονται κυρίως με την καρδιά. Σε αυτό το σημείο τίθενται δύο ερωτήματα:
Χοληστερίνη και ζωή
Για την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι η χοληστερίνη. Η χοληστερίνη είναι ένα μόριο λίπους που παράγεται στο συκώτι και είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη μιας πληθώρας κυτταρικών λειτουργιών. Συμμετέχει στο σχηματισμό και τη φυσιολογική λειτουργία ζωτικών στοιχείων του ανθρώπινου σώματος, όπως:
Τα συγγράμματα της ανθρώπινης φυσιολογίας μας λένε ότι η χοληστερίνη είναι μία από τις πιο σημαντικές ουσίες για τη διατήρηση της ζωής.
Το 85% της χοληστερίνης που κυκλοφορεί στο σώμα μας, παράγεται από τα ίδια μας τα κύτταρα, ενώ μόνο το 15% εισέρχεται στον οργανισμό μας μέσω της διατροφής. Σύμφωνα με τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ, σε αντίθεση με τη δημοφιλή πεποίθηση, οι διατροφές που συνιστούν χαμηλή πρόσληψη λιπαρών οδηγούν αυτούς που τις εφαρμόζουν σε αυξημένη κατανάλωση υδατανθράκων, που επιδεινώνει τη μεταβολική τους εικόνα, αυξάνει τη γλυκόζη του αίματος, τα τριγλυκερίδια και την ινσουλίνη, με αποτέλεσμα σοβαρές βλάβες στην υγεία. Η ποσότητα της χοληστερίνης που προσλαμβάνουμε με τα τρόφιμα επηρεάζει ελάχιστα τα επίπεδά της στο αίμα. Αρκετές μελέτες έχουν επανειλημμένα επαληθεύσει ότι οι διατροφές χαμηλής ή υψηλής περιεκτικότητας σε χοληστερίνη, επηρεάζουν ελάχιστα τα επίπεδά της στο αίμα. Γνωρίζουμε ότι τα επίπεδα χοληστερίνης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε διατροφές πλούσιες σε χοληστερίνη, αυξάνονται παροδικά, αλλά, στη συνέχεια, επιστρέφουν στις αρχικές τιμές τους. Το ίδιο παρατηρήθηκε με τις δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε χοληστερίνη. Τα επίπεδα της πέφτουν παροδικά για να επιστρέψουν στη συνέχεια στις αρχικές τιμές τους. Φαίνεται ότι το σώμα του καθενός από εμάς είναι γενετικά προγραμματισμένο να διατηρεί τα επίπεδα χοληστερίνης σταθερά γύρω από ένα όριο, το οποίο είναι προκαθορισμένο και διαφορετικό για κάθε άτομο. Αν και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι ιδανικές τιμές, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι μέχρι τη δεκαετία του ’80, οι τιμές που θεωρούνταν φυσιολογικές ήταν μεταξύ 150-310 mg. Γιατί λοιπόν, τα αυξημένα επίπεδα της χοληστερίνης έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου; Ποιοι είναι οι παράγοντες που αυξάνουν τη χοληστερίνη μας, αν όχι η διατροφή μας;
Χοληστερίνη και φλεγμονή.
Η Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ αναφέρει σε πρόσφατη δημοσίευση της ότι ο τρόπος προσέγγισης της χοληστερίνης ως ένα υδραυλικό πρόβλημα, που καταλήγει στην απόφραξη των αρτηριών μας, δεν είναι πλέον αποδεκτός. Καταιγιστικά νέα δεδομένα δείχνουν ότι τα αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης συνδέονται κυρίως με την παρουσία φλεγμονής. «Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης συνδέονταιμε την παρουσία φλεγμονών.»Η φλεγμονή είναι ένας όρος που περιγράφει το σύνολο των μηχανισμών που ενεργοποιούνται για την επιδιόρθωση ενός ιστού που έχει υποστεί βλάβη. Κάποιος παράγοντας (μηχανικός, χημικός, θερμικός κ.τ.λ.) βλάπτει τους ιστούς και το σώμα μας με τη σειρά του ενεργοποιεί έναν μηχανισμό επιδιόρθωσης με σκοπό την αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας. Αυτός ο μηχανισμός είναι η φλεγμονή. Η φλεγμονή είναι λοιπόν η απόκριση σε μια προκληθείσα βλάβη. Η κοινή αντίληψη όμως είναι ότι η φλεγμονή είναι ένα πρόβλημα, ενώ στην πραγματικότητα είναι η λύση του. Στα περισσότερα από τα χρόνια προβλήματα υγείας, όταν παρατηρείται φλεγμονή, ο παράγοντας που προκάλεσε τη ζημία δεν είναι πλέον παρών ή δεν μπορεί να εντοπιστεί εύκολα. Άλλες φορές όμως, είναι εύκολη η σύνδεση του παράγοντα που προκάλεσε τη βλάβη με τη φλεγμονή, όπως, για παράδειγμα, όταν τραυματιζόμαστε παίζοντας ποδόσφαιρο. Ο τραυματισμός αυτός καταστρέφει ιστούς, οι οποίοι στη συνέχεια επιδιορθώνονται μέσω της ενεργοποίησης της φλεγμονώδους διαδικασίας στο σημείο του τραυματισμού. Εκδηλώνεται οίδημα, ερυθρότητα και πόνος, ενώ η τραυματισμένη περιοχή είναι θερμή και μειώνεται η λειτουργικότητα της. Tα πέντε κλασικά συμπτώματα της φλεγμονής είναι: ερυθρότητα, οίδημα, πόνος, θερμότητα και μειωμένη λειτουργικότητα. Μετά από μια αρχική αγγειοσυστολή, η οποία παρατηρείται κατά τη στιγμή του τραυματισμού, με στόχο τον περιορισμό πιθανής αιμορραγίας, τα αιμοφόρα αγγεία διαστέλλονται (προκαλώντας πρήξιμο) και ρέει προς την περιοχή μεγαλύτερη ποσότητα αίματος (προκαλώντας ερυθρότητα και θερμότητα), προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταφορά των θρεπτικών ουσιών. Ο πόνος έχει ως στόχο να εμποδίσει τη χρήση του τραυματισμένου τμήματος, μέχρις ότου αυτό να είναι και πάλι πλήρως λειτουργικό. Ο παράγοντας που προκαλεί τη βλάβη δεν είναι πάντα τόσο προφανής. Βλάβες μπορούν να καθιερωθούν σταδιακά και χωρίς να υπάρχει τραυματισμός ή οξύς πόνο που να τις υποδεικνύει εκείνη τη στιγμή. Ένα κοινό παράδειγμα είναι το έγκαυμα από τον ήλιο. Εκθέτουμε το σώμα μας στον ήλιο χωρίς να αισθανόμαστε πόνο εκείνη τη στιγμή. Λίγες ώρες αργότερα, το εκτεθειμένο δέρμα γίνεται ερυθρό και επώδυνο, διογκώνεται, είναι ζεστό στην αφή και γινόμαστε πολύ προσεκτικοί στις κινήσεις μας, διότι οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να επιτείνει τον πόνο. Σε άλλες περιπτώσεις, μια τέτοια βλάβη μπορεί να προκληθεί σε χρονικό διάστημα μηνών ή και χρόνων. Σε μια τέτοια κατάσταση δεν είναι εύκολο να εντοπίσουμε την πραγματική αιτία όταν εκδηλώνεται κάποια φλεγμονή. Εάν ένα άτομο καπνίζει, μπορεί να αρρωστήσει με βρογχίτιδα ή άλλες φλεγμονώδεις παθήσεις που επηρεάζουν το αναπνευστικό σύστημα, χρόνια μετά την έναρξη του καπνίσματος. Κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου, μπορεί να προστίθενται και να αλληλοεπικαλύπτονται πολλοί παράγοντες, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την εικόνα:
Αυτοί είναι οι κυριότεροι από τους εν λόγω παράγοντες. Ακόμα κι αν μερικές φορές έχουμε την εντύπωση ότι ο οργανισμός μας τρελάθηκε, αναπτύσσοντας φλεγμονές που εμείς χαρακτηρίζουμε ως ασθένειες, η αλήθεια είναι ότι ο οργανισμός μας ενεργεί πάντα κατά τρόπο που τον βοηθά να επιβιώσει. Το σώμα μας προσπαθεί να βρει τη βέλτιστη δυνατή λύση, δεδομένων των συνθηκών και με τους πόρους που έχει στη διάθεσή του. Εμείς βέβαια υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε την κατάσταση καλύτερα από τον ίδιο τον οργανισμό μας και θεωρούμε ότι τείνει να αρρωστήσει, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος προσπαθεί να αποκαταστήσει τις ζημιές που υπέστη κατά τη διάρκεια της εσφαλμένης χρήσης του από εμάς.
Φλεγμονή μια τέλεια διαδικασία
Όταν κάνει την εμφάνισή της μια φλεγμονή, το σώμα μας ενεργοποιεί κάποιους πολύ ακριβείς μηχανισμούς:
Η αύξηση των επιπέδων της χοληστερίνης, σε σύγκριση με την αρχική τιμή, μπορούν στην πραγματικότητα να δηλώνουν ότι κάτι δεν πάει καλά στο σώμα μας και πρέπει να επιδιορθωθεί. Εάν ένα άτομο έχει επίπεδα χοληστερίνης περίπου 250 mg, επί απουσία φλεγμονής, και μετά από μια περίοδο αυτά αυξηθούν στα 290 mg ή και παραπάνω, πρέπει να εντοπιστεί η πραγματική αιτία αυτής της αύξησης και να διορθωθεί. Η αύξηση στα επίπεδα χοληστερίνης, σε σύγκριση με εκείνα που υπάρχουν στην υγιή κατάσταση, είναι ένδειξη δυνητικού καρδιαγγειακού κινδύνου, όχι όμως και η αιτία του. Με την ίδια λογική, τα λευκά μαλλιά αποτελούν ένδειξη γήρατος, χωρίς να είναι η αιτία του. Τα λευκά μαλλιά δείχνουν ότι κάποιος γερνάει (ή έχει υψηλά επίπεδα οξείδωσης) και το βάψιμο των μαλλιών δεν θα τον κάνει νεότερο ή πιο υγιή. Από την άλλη πλευρά, αν ο οργανισμός χρειάζεται χοληστερίνη για την επιδιόρθωση και την αναγέννηση των ιστών, θα μπορούσε να είναι βλαβερή η δραστική μείωση των επιπέδων της. Πράγματι, μετά από 30 χρόνια παρακολούθησης, τα δεδομένα από τη μελέτη Φράμιγχαμ έχουν συνδέσει τα χαμηλά επίπεδα της χοληστερίνης με σημαντική αύξηση τόσο στη συνολική θνησιμότητα όσο και στη θνησιμότητα που οφείλεται σε αγγειακά αίτια, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 50.
«Η αύξηση στα επίπεδα χοληστερίνης, σε σύγκριση με εκείνα που υπάρχουν στην υγιή κατάσταση, είναι ένδειξη δυνητικού καρδιαγγειακού κινδύνου,όχι όμως και η αιτία του.»
Έχει επαληθευτεί ότι, μετά την ηλικία των 50 ετών, τα χαμηλά επίπεδα της χοληστερίνης και της LDL (κακή χοληστερίνη) ειδικότερα, συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Γνωρίζουμε τώρα ότι όσο πιο πολύ μειώνονται τα επίπεδα της χοληστερίνης, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου.
Τα επίπεδα της χοληστερίνης δεν είναι αξιόπιστος δείκτης
Σε μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας (UCLA) που πραγματοποιήθηκε σε πάνω από 135.000 άτομα για επτά χρόνια, παρατηρήθηκε ότι το 75% των ατόμων που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για καρδιακό επισόδειο, είχαν φυσιολογικά επίπεδα χοληστερίνης! Από την ίδια μελέτη προέκυψε ότι τα υψηλά επίπεδα της HDL (καλή χοληστερίνη) και τα χαμηλά επίπεδα των τριγλυκεριδίων σχετίζονται στατιστικά με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής προσβολής.
Τα δεδομένα αυτά επικυρώθηκαν περαιτέρω και από τα επίπεδα της χοληστερίνης που βρέθηκαν στον πληθυσμό 15 χωρών, τα οποία εκτίθενται σε ένα γράφημα, σε σχέση με την καρδιακή θνησιμότητα σε κάθε χώρα, με βάση στοιχεία του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) . Είναι προφανές ότι τα επίπεδα της χοληστερίνης δεν δείχνουν να συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τη θνησιμότητα που οφείλεται σε καρδιακές νόσους.
Πώς προκύπτουν λοιπόν οι τρέχουσες τιμές αναφοράς;
Το 2004, μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων (Εθνικό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης για τη Χοληστερίνη στις Η.Π.Α.) διαμόρφωσε κατευθυντήριες γραμμές, συμβουλεύοντας εκείνους που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρδιακών παθήσεων, να μειώσουν τη χοληστερίνη σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Λίγο αργότερα αποκαλύφθηκε ότι 8 από τους 9 επιστήμονες που συνέθεταν την επιτροπή, αμείβονταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες, τα φάρμακα των οποίων προωθούσαν στον κόσμο με βάση τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές. Όσο χαμηλότερα είναι τα ≪φυσιολογικά≫ επίπεδα, τόσο περισσότεροι άνθρωποι εμπίπτουν στην κατηγορία των ατόμων που χρειάζονταν φαρμακευτική αγωγή. Το 2006 όμως, μια συστηματική ανασκόπηση των μελετών που έχουν
πραγματοποιηθεί σχετικά και δημοσιεύτηκε στο Annals of Internal Medicine, βρήκε ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να στηρίζουν την επίτευξη τόσο χαμηλών επιπέδων χοληστερίνης ή και στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον καθορισμό οποιασδήποτε τιμής στόχου. Στην ίδια μελέτη, οι ερευνητές έκριναν ότι τα οφέλη που παρατηρήθηκαν σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με στατίνες, δεν οφείλονταν τόσο στη μείωση της χοληστερίνης, αλλά σε μια ευεργετική δράση αυτής της ομάδας των φαρμάκων που δεν συνδέεται με τη μείωση της χοληστερίνης καθεαυτή. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ενώ η χρήση φαρμάκων μείωσης της χοληστερίνης εμφανίζει οφέλη σε ορισμένες κατηγορίες ασθενών, τα οφέλη αυτά αντικρούονται ισχυρά από ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας. Ακούμε συχνά να λέγεται ότι οι επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει μεγάλη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασθενείς που υποβάλλονται σε φαρμακευτική αγωγή. Ας εξετάσουμε, για παράδειγμα, μια από τις πιο διάσημες μελέτες τα τελευταία χρόνια, την ASCOT- LLA, που διεξήχθη σε 10.000 ασθενείς, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περισσότερο από 3 χρόνια. Τα αποτελέσματα που αναφέρθηκαν στις εφημερίδες και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρθηκαν για μείωση του κινδύνου κατά το εντυπωσιακό ποσοστό του 36% σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν το εικονικό φάρμακο. Στην ιατρική υπάρχει ένας δείκτης που υπολογίζει πόσοι ασθενείς πρέπει να λάβουν θεραπεία προκειμένου να υπάρχει επίτευξη ενός οφέλους και ονομάζεται NNT (Number Needed to Treat, δηλαδή αριθμός ασθενών που πρέπει να λάβουν αγωγή). Ιδανικά, η τιμή του δείκτη αυτού θα έπρεπε να ισούται με 1. Για παράδειγμα, εάν εκατό ασθενείς που πάσχουν από στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα λάβουν θεραπεία με αντιβιοτικό και 85 από τους 100 παρουσιάσουν βελτίωση στα συμπτώματα σε διάστημα 10 ημερών, το ΝΤΤ θα είναι 1,17 για μια θεραπεία 10 ημερών. Δηλαδή 1,17 ασθενείς πρέπει να λάβουν αγωγή για 10 μέρες ώστε να οφεληθεί ένας από αυτούς. Στη μελέτη ASCOT- LLA φάνηκε ότι μετά από 3,3 χρόνια, οι θάνατοι από καρδιακό επεισόδιο στην ομάδα που λάμβανε το φάρμακο ήταν 2 ανά 100 ασθενείς, ενώ στην ομάδα που λάμβανε το εικονικό φάρμακο ήταν 3 ανά 100 ασθενείς. Το NNT σε αυτή την περίπτωση ήταν 100. Μια εξαιρετικά μεγάλη τιμή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να λάβουν θεραπεία 100 ασθενείς για 3,3 χρόνια, προκειμένου να οφεληθεί 1 από τη θεραπεία. Λαμβάνοντας επίσης, υπόψη το γεγονός ότι δεν υπήρχε βελτίωση στη συνολική θνησιμότητα και ότι πρόκειται για θεραπείες εφ’ όρου ζωής, η χρήση τους αμφισβητήθηκε από πολλούς επιστήμονες και ερευνητικές ομάδες. Μια πρόσφατη μεταoανάλυση (Ιανουάριος του 2011) από το Cohrane Collaboration καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν πολλά λάθη στο σχεδιασμό των μελετών σχετικά με τη χρήση των στατινών και συνιστά προσοχή στην συνταγογράφησή τους για προληπτικούς λόγους. Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και μια άλλη μελέτη ανασκόπησης που αφορά την επίδραση των στατινών στη συνολική θνησιμότητα και δημοσιεύτηκε στο Archives of Internal Medicine τον Ιούνιο του 2010.
Τι θα συμβεί αν μειωθούν υπερβολικά τα επίπεδα χοληστερίνης μας;
Τότε είναι πιθανό να συμβούν αρκετά δυσάρεστα πράγματα στο σώμα μας. Όπως αναφέραμε παραπάνω, η χοληστερίνη είναι ένα πολύ σημαντικό μόριο για την ανάπτυξη των ζωτικών λειτουργιών. Έχουμε βέβαια συνηθίσει να ακούμε μόνο κακά πράγματα γι’ αυτήν, η αλήθεια όμως είναι ότι το σώμα μας χρειάζεται χοληστερίνη για να λειτουργήσει. Οι κυτταρικές μεμβράνες όλων των έμβιων όντων πάνω στον πλανήτη, έχουν ως βασικό τους συστατικό την χοληστερίνη. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζωή αν δεν υπήρχε η χοληστερίνη!
Τα χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης έχουν συνδεθεί με:
Πιο αξιόπιστοι δείκτες
Τα επίπεδα της χοληστερίνης, εφόσον αυτά συνδέονται με άλλους δείκτες 10 φλεγμονής, μας οδηγούν προς μια αιτιολογική προσέγγιση. Ένας αξιόπιστος δείκτης χρόνιας φλεγμονής είναι η CRP, (C αντιδρώσα, πρωτεΐνη), η οποία σύμφωνα με την Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταιρεία χρησιμοποιείται ως δείκτης για την εκτίμηση της αγγειακής φλεγμονής και του κινδύνου ανάπτυξης καρδιοπάθειας. Mε CRP κάτω από 1 mgr/lt, έχουμε μικρό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Mε CRP 1-3 mgr/lt, βρισκόμαστε σε ένα μεσαίο επίπεδο κινδύνου. Με CRP πάνω από 3 mgr/lt, ο κίνδυνος είναι αυξημένος. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί κάποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν υψηλές τιμές χοληστερίνης και να ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα, ενώ κάποιοι άλλοι, με χαμηλές τιμές χοληστερίνης, έχουν σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και χειρότερη πορεία υγείας. Ένας δεύτερος αξιόπιστος δείκτης αναφορικά με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι η ομοκυστεΐνη. Πρόκειται για ένα τοξικό προϊόν που προκύπτει από τον ατελή μεταβολισμό της μεθειονίνης (ένα αμινοξύ). Τα επίπεδά της αυξάνονται όταν λείπουν ορισμένες βιταμίνες Β (Β6, Β12 και φολικό οξύ), όταν έχουμε αυξημένη οξείδωση, επί έλλειψης του αμινοξέος της γλυκίνης και κακής διατροφής.
Δείκτης: παράγοντες που μπορούν να αποκαλύψουν την παρουσία συγκεκριμένων ασθενειών ή καταστάσεων.
Στην ιδανική περίπτωση, οι τιμές της ομοκυστεΐνης στο αίμα θα πρέπει να είναι κάτω από 7-8 μmol/L. Κάτω από αυτά τα επίπεδα, ο κίνδυνος που συνδέεται με αυτό το δείκτη είναι σχεδόν μηδενικός.
Ο ρόλος της βιταμίνης C στην αθηροσκλήρωση
Έχετε ποτέ σκεφτεί γιατί η αθηροσκλήρωση επηρεάζει τις αρτηρίες (ποτέ τις φλέβες) και ιδίως αυτές που τροφοδοτούν με αίμα την καρδιά; Οι αρτηρίες επιτρέπουν μια απρόσκοπτη ροή του αίματος των ιστών, χάρη στην ελαστικότητά τους. Αν οι αρτηρίες ήταν άκαμπτες, το αίμα θα έρεε μόνο κατά τη διάρκεια της καρδιακής συστολής. Αντιθέτως, οι αρτηρίες, με την ελαστικότητα τους, διαστέλλονται και συστέλλονται επιτρέποντας μια συνεχή ροή του αίματος στους ιστούς. Αυτή η ιδιότητα, ωστόσο, προκαλεί επαναλαμβανόμενες μηχανικές καταπονήσεις στο αρτηριακό τοίχωμα. Συγκεκριμένα, οι στεφανιαίες αρτηρίες είναι αυτές που υφίστανται τις μεγαλύτερες βλάβες, καθώς αποτελούν τμήμα ενός οργάνου που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Σε κάθε συστολή και διαστολή της, η καρδιά συμπιέζει και διαστέλλει τις στεφανιαίες αρτηρίες (οι στεφανιαίες αρτηρίες ονομάζονται έτσι επειδή τυλίγονται γύρω από την καρδιά σαν στεφάνι). Σύμφωνα με τη θεωρία του Linus Pauling, που είναι ίσως αυτός που έχει μελετήσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τη βιταμίνη C και τις επιδράσεις της στην υγεία, η συσσώρευση βλαβών στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλούνται κυρίως, από την έλλειψη της βιταμίνης C και των θρεπτικών συστατικών που απαιτούνται για την επισκευή του κολλαγόνου και της ελαστίνης. Το κολλαγόνο και η ελαστίνη είναι οι ουσίες που σχηματίζουν τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων. Το σώμα απαιτεί επαρκείς ποσότητες βιταμίνης C, λυσίνης, προλίνης και ψευδαργύρου, για την κατασκευή και τη συνεχή διόρθωση των αρτηριακών τοιχωμάτων.
Ο Linus Pauling: Θεωρείται ο πατέρας της Μεταβολομικής και είναι ο μόνος που έχει κερδίσει δύο βραβεία Νόμπελ χωρίς να τα μοιραστεί με κάποιον άλλο.
Μέχρι το 1835, οι ναυτικοί υπέφεραν από πλήρεις ρήξεις των αιμοφόρων αγγείων λόγω έλλειψης της βιταμίνης C (δεν τρώγανε φρέσκα φρούτα, καθώς παρέμεναν για μήνες στη θάλασσα) και πέθαιναν από εσωτερική αιμορραγία. Η παντελής έλλειψη βιταμίνης C έκανε τον οργανισμό τους να μην παράγει κολλαγόνο και να πάσχει από σκορβούτο. Η αντισκορβουτική ουσία που αργότερα ανακαλύφθηκε ότι μπορεί να θεραπεύει το σκορβούτο ονομάστηκε ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C). Το σύγχρονο τοξικό περιβάλλον αυξάνει δραματικά την ανάγκη μας για βιταμίνη C. Το στρες, η ακτινοβολία, η ρύπανση του περιβάλλοντος, τα βαρέα μέταλλα και τα βιομηχανικά χημικά προϊόντα, επιβαρύνουν πολύ το σώμα μας και αυξάνουν σημαντικά την ανάγκη του για βιταμίνη C. Την ίδια στιγμή, η πρόσληψη της βιταμίνης C μέσω της σύγχρονης διατροφής έχει μειωθεί δραματικά. Είναι απαραίτητο να τρώμε φρούτα και λαχανικά, αλλά με όλες τις διαδικασίες που οι τροφές αυτές υφίστανται προτού φτάσουν στο τραπέζι μας (υβριδικά είδη, καλλιέργεια σε εδάφη φτωχά σε θρεπτικές ουσίες, χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, συντήρηση στο ψυγείο για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν φτάσουν στον καταναλωτή), είναι ιδιαίτερα φτωχές στα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Το ανθρώπινο είδος είναι ένα από τα λίγα είδη στον πλανήτη που δεν παράγει μόνο του τη βιταμίνη C και πρέπει να την προσλαμβάνει μόνο μέσα από τη διατροφή. Σε όλα τα ζωικά είδη που παράγουν ενδογενή βιταμίνη C (που παράγεται από το σώμα) δεν παρατηρούνται αρτηριοσκλήρυνση και καρδιακές παθήσεις. Σχεδόν όλα τα ζώα παράγουν από 1 έως 40 γραμμάρια βιταμίνης C ανά ημέρα. Φαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της εξέλιξης και λόγω της αφθονίας της βιταμίνης C στο φυσικό περιβάλλον, ο άνθρωπος έπαψε κάποια στιγμή στη πορεία της εξέλιξης να παράγει την ουσία αυτή, ενθαρρύνοντας άλλες μεταβολικές διαδικασίες που επέτρεψαν την αύξηση της βιολογικής του απόδοσης. Σύμφωνα με τον Linus Pauling, η ελάχιστη ημερήσια ποσότητα για την κάλυψη των βασικών αναγκών του οργανισμού σε βιταμίνη C είναι 2-3.000 mg για τους υγιείς ανθρώπους και 5-6.000 mg για όσους αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να επισημάνω ότι σήμερα ένα πορτοκάλι περιέχει 55 mg βιταμίνης C, εάν είναι βιολογικό, και αν το φάμε με τη φλούδα και τους σπόρους μέσα σε λίγες ώρες αφού κοπεί από το δέντρο, κάτι που ουσιαστικά είναι αδύνατο. Αυτό που συμβαίνει στο σύγχρονο άνθρωπο είναι μια χρόνια προoσκορβουτική κατάσταση. Αυτή η ανεπάρκεια δεν εκδηλώνεται σε περίοδο μερικών μηνών, όπως στους ναυτικούς κατά το παρελθόν, αλλά σε διάστημα δεκαετιών. Το σώμα μας είναι σε θέση να επισκευάζει, μέχρις ενός ορισμένου σημείου, το κολλαγόνο και την ελαστίνη των αρτηριακών τοιχωμάτων. Στη συνέχεια, το σώμα πρέπει να χρησιμοποιήσει συμπληρωματικούς μηχανισμούς προσπαθώντας να σταθεροποιήσει το τοίχωμα των αιμοφόρων αγγείων. Ένας από τους κύριους μηχανισμούς υποστήριξης είναι η εναπόθεση της χοληστερίνης επί της βλάβης. Έτσι, όταν το σώμα μας δεν έχει αρκετή βιταμίνη C, αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων. Το ήπαρ λαμβάνει την εντολή να παραγάγει περισσότερη χοληστερίνη για να τροφοδοτήσει την επιδιόρθωση, έστω και επιφανειακή, της βλάβης. Εάν η ζημιά είναι πολύ μεγάλη, η ποσότητα της χοληστερίνης που εναποτίθεται για την επιδιόρθωση αυξάνεται αναλογικά: τα αιμοφόρα αγγεία φράσσονται, παρατηρούνται προβλήματα στις στεφανιαίες αρτηρίες, εκδηλώνονται αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, κ.τ.λ.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Το θέμα της χοληστερίνης αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εικόνας. Αντί να εστιάζουμε την προσοχή μας στη μείωση των επιπέδων της στο αίμα, που μπορεί να σχετίζονται ή όχι με έναν καρδιαγγειακό κίνδυνο, θα πρέπει να μειώσουμε τους παράγοντες που μπορούν να βλάψουν τους ιστούς μας και έτσι να ενεργοποιήσουν τους μηχανισμούς επιδιόρθωσης της φλεγμονής. Η διατήρηση ενός ιδανικού βάρους, η ακολούθηση μιας υγιεινής διατροφής, η άσκηση, η μείωση του συναισθηματικού και του βιολογικού στρες και η παροχή στο σώμα μας όλων των απαραίτητων συστατικών για μια βέλτιστη λειτουργία, είναι πράγματα που θα μας βοηθήσουν να βελτιώσουμε την υγεία μας. Η λύση, επομένως, δεν είναι να εμποδίζουμε το σώμα μας να παράγει χοληστερίνη, αλλά να καλύπτουμε τις ανάγκες του για βιταμίνη C, λυσίνη, προλίνη και τα μικροθρεπτικά συστατικά που απαιτούνται για τη βέλτιστη λειτουργία του. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι μετά τη χορήγηση της απαραίτητης ποσότητας βιταμίνης C, τα επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα μειώνονται, βελτιώνεται η λειτουργικότητα του αγγειακού τοιχώματος (ενδοθήλιο) και σταδιακά υποχωρούν οι αθηρωματικές πλάκες. Για την επαναφορά των φυσιολογικών επιπέδων χοληστερίνης, τα οποία μπορεί να είναι διαφορετικά για τον καθένα μας (και σίγουρα όχι εκείνα που καθορίζονται από την αμερικανική επιτροπή για τη χοληστερίνη) και πάνω από όλα, για να έχουμε ένα υγιές καρδιαγγειακό σύστημα, θα πρέπει:
Το πρόβλημα λοιπόν της χοληστερίνης είναι πλέον πολύ καλύτερα κατανοητό. Οι γνώσεις που έχουμε σήμερα μάς επιτρέπουν όχι μόνο να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα των καρδιαγγειακών παθήσεων, αλλά και να κατανοούμε ότι τα επίπεδα της ουσίας αυτής στο αίμα είναι ένας, μεταξύ άλλων, δείκτης του επιπέδου της υγείας μας.