Διαχείριση της Παχυσαρκίας στους Ενήλικες

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχει εξελιχθεί σε σημαντικό βαθµό τα τελευταία χρόνια, καθώς η πληθώρα των ερευνητικών δεδομένων έχει βελτιώσει την υπάρχουσα γνώση αναφορικά με τη ρύθμιση του βάρους. Παλαιότερα, οι επαγγελματίες υγείας έδιναν μεγαλύτερη σηµασία στην απώλεια βάρους, ενώ ελάχιστα ήταν γνωστά σχετικά με τη σημασία της διατήρησης του βάρους. Ήταν σα να πίστευαν ότι από τη στιγµή που ένα άτομο µπορεί να χάσει βάρος, η διατήρηση του βάρους αυτού είναι µια απλή υπόθεση. Σύντοµα ωστόσο έγινε κατανοητό ότι το να εστιάζεται κανείς στην απώλεια βάρους χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία της διατήρησης του νέου βάρους ήταν µια ακατάλληλη τακτική, άδικη και δυνητικά επιβλαβής για οποιονδήποτε προσπαθούσε να διαχειριστεί το βάρος του. Παράλληλα υπήρξαν και πολλές εξελίξεις στον τοµέα της θεραπείας της παχυσαρκίας. Πριν από πολλά χρόνια η εφαρµογή μιας Διαχείριση της παχυσαρκίας στους ενήλικεςυποθερμιδικής δίαιτας αποτελούσε τη µοναδική θεραπεία. Στην πορεία όµως τα ερευνητικά δεδομένα απέδειξαν τη σημαντική συμβολή των αλλαγών στον τρόπο ζωής. Τελευταία αναγνωρίστηκε και η σημασία της σωματικής δραστηριότητας, όχι μόνο ως παράγοντα που συντελεί στην απώλεια βάρους, αλλά και ως σηµαντικού συστατικού της διατήρησης του βάρους μετά την απώλεια. Σήμερα η καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπιση θεωρείται η εφαρμογή ενός µοντέλου πρόληψης των χρόνιων νοσημάτων, το οποίο περιλαµβάνει τόσο παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής όσο και τη θεραπευτική αντιμετώπιση από ποικίλους επαγγελματίες υγείας, όπως γιατρούς, διαιτολόγους. γυμναστές και ειδικούς συμπεριφορικής θεραπείας. Τα προγράμματα απώλειας βάρους με τις μεγαλύτερες πιθανότητες για επιτυχία είναι αυτά που συμπεριλαµβάνουν πρακτικές υγιεινότερων επιλογών στη διατροφή, αύξησης της σωµατικής δραστηριότητας και αλλαγές του τρόπου ζωής. Η φαρµακολογική θεραπεία και η χειρουργική παρέμβαση είναι απαραίτητες σε ορισμένες περιπτώσεις, αν και δεν υποκαθιστούν τις αλλαγές που είναι απαραίτητο να γίνουν στις συνήθειες διατροφής και άσκησης.

Οι Στόχοι της Θεραπείας

Ο στόχος της θεραπείας της παχυσαρκίας θα πρέπει να μετατοπιστεί από την απλή απώλεια βάρους στη διαχείριση του βάρους, η οποία ορίζεται ως η επίτευξη του καλύτερου δυνατού βάρους στο πλαίσιο της συνολικής υγείας. Η επίτευξη του ιδανικού σωματικού βάρους ή ποσοστού του σωµατικού λίπους δεν είναι πάντοτε ένας ρεαλιστικός ή και επιθυμητός στόχος ενώ, υπό ορισµένες συνθήκες πιθανόν να µην αποτελεί στην πραγµατικότητα τον κατάλληλο στόχο. Ανάλογα με τον τύπο και τη βαρύτητα της υπάρχουσας παχυσαρκίας, την ηλικία και τον τρόπο ζωής του ατόμου, η επιτυχής ελάττωση του σωµατικού βάρους μπορεί να είναι από µια απλή υπόθεση έως και στην πραγματικότητα αδύνατη. Η διατήρηση του σωματικού βάρους ή η επίτευξη μιας μέτριας απώλειας βάρους είναι πάντα ωφέλιμη. Τα παχύσαρκα άτομα τα οποία χάνουν ακόµα και λίγο βάρος (5% έως και 10% του αρχικού τους βάρους) έχουν µεγάλες πιθανότητες βελτίωσης της υγείας τους βραχυπρόθεσμα, µειώνοντας με τον τρόπο αυτό τη βαρύτητα των συνοδών νοσηµάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Μια ανασκόπηση µελετών στις οποίες ασθενείς έχασαν 10% ή και λιγότερο του αρχικού σωματικού τους βάρους, έδειξε ότι τα άτομα αυτά βελτίωσαν τον γλυκαιμικό τους έλεγχο, την αρτηριακή τους πίεση και τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα. Το κρίσιμο ερώτημα του εάν η μέτρια απώλεια βάρους, εφόσον αυτή µπορεί να διατηρηθεί, θα Διαχείριση της παχυσαρκίας στους ενήλικεςμπορούσε να έχει µακροπρόθεσμα οφέλη παραμένει αναπάντητο. Οι αρχικές επιδράσεις στον γλυκαιμικό έλεγχο ήταν μεγαλύτερες από ότι οι μακροπρόθεσμες, υποστηρίζοντας το ρόλο του περιορισμού της ενεργειακής πρόσληψης και της απώλειας στη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου. Η διατήρηση των θετικών αυτών επιδράσεων μετά από 1 χρόνο υποστηρίζει την άποψη ότι οι μακροπρόθεσμες βελτιώσεις στο σωματικό βάρος θα μπορούσαν να επιφέρουν και μακροπρόθεσμη επίδραση στον γλυκαιμικό έλεγχο. Παρά την αναγνώριση του οφέλους που προκύπτει από τη μέτρια απώλεια βάρους, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλύτερη ευκολία. Εχει βρεθεί ότι τα παχύσαρκα άτοµα θέτουν μόνα τους στόχους για το βάρος τους, οι οποίοι διαφέρουν σημαντικά από τους στόχους που προτείνουν οι επαγγελματίες υγείας. Οι προσωπικοί αυτοί στόχοι και οι προσδοκίες για την απώλεια βάρους είναι συχνά  μη, ρεαλιστικοί και µη πραγματοποιήσιμοι. ΄Ετσι, οι επαγγελματίες υγείας είναι απαραίτητο να παρεμβαίνουν προκειμένου να βοηθούν τους ασθενείς να αποδέχονται μια πιο ήπια απώλεια βάρους και να κατανοήσουν ποιοι μπορεί να είναι οι ρεαλιστικοί τους στόχοι εφαρμόζοντας τις σύγχρονες διαθέσιμες θεραπείες.

Ρυθµός και Μέγεθος της Απώλειας Βάρους

Η ελάττωση του σωµατικού βάρους περιλαµβάνει την απώλεια πρωτεϊνών και λιπιδίων σε ποσότητες οι οποίες καθορίζονται ως ένα βαθμό από το ρυθμό µε τον οποίο χάνεται το βάρος αυτό. Μια δραστική ελάττωση των θερµίδων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα µια γρήγορη και σημαντική απώλεια βάρους, στην πραγματικότητα προκαλεί στον οργανισμό αντιδράσεις όµοιες µε εκείνες που προκαλεί η ασιτία. Η απάντηση των ιστών στην ασιτία είναι η προσαρμογή σε μια αναµενόµενη περίοδο στέρησης. Οι κλασικές μελέτες ασιτίας τις οποίες διεξήγαγε ο Κeys (1950) έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια των 10 πρώτων ημερών της νηστείας, και αφού έχουν εξαντληθεί τα αποθέματα του γλυκογόνου, το 8-12% της ενεργειακής κατανάλωσης προέρχεται από τη διάσπαση των πρωτεϊνών και το υπόλοιπο από τα λιπίδια. Καθώς η ασιτία συνεχίζεται, το 97% της ενεργειακής κατανάλωσης καλύπτεται από τις αποθήκες των τριγλυκεριδίων. Η χρήση των λιπιδίων µε τις διπλάσιες σχεδόν θερμίδες συγκριτικά με τις πρωτείνες, δεν είναι μόνο πιο αποτελεσµατική, αλλά συµβάλλει στην προστασία των ζωτικών πρωτεϊνικών ιστών.

Οι μεταβολικές παρεκλίσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της ασιτίας προκαλούν μια σειρά αρνητικών επιδράσεων, όπως βραδυκαρδία, υπόταση, ξηροδερμία, εύκολη κόπωση, δυσκοιλιότητα, διαταραχές του νευρικού συστήµατος, κατάθλιψη και θάνατο. Η σταθερή απώλεια βάρους σε μεγάλο χρονικό διάστημα ευνοεί την ελάττωση των αποθεμάτων λίπους, περιορίζει την απώλεια των ζωτικών πρωτε’ι’νικών ιστών και προστατεύει από την απότομη πτώση του ΕΜΠ η οποία συνοδεύει την ταχεία απώλεια βάρους. Τo NHI συστήνει την ελάττωση των προσλαµβανόμενων θερμίδων σε ποσοστό το οποίο να προκαλεί απώλεια ‎250-500g την εβδοµάδα στα άτοµα με ΔΜΣ 27 έως 35 ή την απώλεια 0,5-1 κιλού την εβδομάδα στα άτοµα με ΔΜΣ μεγαλύτερο του 35. Η απώλεια βάρους με αυτόν το ρυθμό θα πρέπει να συνεχίζεται για 6 μήνες, έως ότου χαθεί το 10% του αρχικού σωματικού βάρους (ΑDΑ, 2007). Για τους ακόλουθους 6 µήνες ο στόχος μετατίθεται από την απώλεια, στη διατήρηση του βάρους. Μετά και τη φάση αυτή μπορεί να γίνει εκ νέου μια προσπάθεια για πρόσθετη απώλεια βάρους. Οι στόχοι για το τελικό βάρος θα πρέπει να είναι εξατομικευμένοι και να επιλέγονται με ρεαλιστικά κριτήρια και έχοντας πάντοτε ως προτεραιότητα την ελάττωση του σωµατικού λίπους. Για παράδειγµα, τα άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία ή µε γυναικοειδή παχυσαρκία δεν έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν µεγάλες απώλειες σωματικού βάρους. Τα γυναικεία πρότυπα που «μπαίνουν» στα νούμερα των ρούχων 46-58 και οι άνδρες με περίµετρο μέσης 76-86 εκατοστά δεν αποτελούν κατάλληλα Διαχείριση της παχυσαρκίας στους ενήλικεςπρότυπα για τον πληθυσµό των παχύσαρκων. Ακόμα και η επίτευξη ενός ΔΜΣ 25 πιθανόν να αποτελεί έναν μη ρεαλιστικό στόχο για πολλά άτοµα που κάνουν δίαιτα. Ακόμα και µε την ίδια θερμιδική πρόσληψη, ο ρυθµός ελάττωσης του βάρους ποικίλλει. Οι άνδρες χάνουν βάρος µε γρηγορότερο ρυθμό από ό,τι οι γυναίκες παρόμοιου μεγέθους, λόγω της υψηλότερης LBM και του RMR. Τα βαρύτερα άτομα, λόγω του ότι το μεγαλύτερο βάρος καταναλώνει περισσότερη ενέργεια από ό,τι τα άτοµα με μικρότερου βαθμού παχυσαρκία, χάνουν βάρος με γρηγορότερο ρυθμό από ό,τι ένα ελαφρύτερο άτομο προσλαμβάνοντας τις ίδιες θερµίδες. Ορισμένα παχύσαρκα άτομα τα οποία αποτυγχάνουν να χάσουν βάρος με µια δίαιτα που λένε ότι είναι χαμηλή σε θερμίδες, στην πραγματικότητα προσλαμβάνουν περισσότερη ενέργεια από αυτή που δηλώνουν, ενώ υπερεκτιμούν τα επίπεδα της σωµατικής τους δραστηριότητας.